Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Το δάκρυ που ευτύχησε

Υπάρχει μια τρύπα στη γη. Πολύ μικρή. Ίσα που να μπορέσει να χωρέσει ένα τόσο δα μικρό δάκρυ. Τα χρόνια δεν την λάσπωσαν. Ούτε οι βροχές που σχημάτιζαν παραδίπλα ποταμάκια για να παίζουν τα παιδιά πειρατές. Υπάρχει μια τρύπα στη γη μικρή όσο ένα δάκρυ. Όλοι δικαιούνται από μια τέτοια τρύπα. Άλλου του έλαχε να την έχει φυλαγμένη στην αυλή του σπιτιού του. Άλλου πάλι κρυμμένη βαθιά μέσα στο δάσος. Υπάρχουν και κάποιοι που δεν πρόλαβαν να την βρουν. Υπάρχει όμως και περιμένει αυτό το ένα δάκρυ. Τα χέρια της ήταν βελούδινα θαρρείς και δεν είχε πιάσει στην ζωή της, όχι σφουγγαρόπανο, μα ούτε και μαντήλι βαμβακερό τις μεγάλες ζέστες, να σκουπίσει έτσι δα τον ιδρώτα από το μέτωπο της. Μήπως και ίδρωνε ποτέ; Ποτέ. Μεταξένια και αέρινη. Τα δάχτυλα της μακριά και άσπρα σαν της χορδές μιας άρπας ή κάτι τέτοιο. Πάντως οι μελωδίες που έπαιζαν κάθε τόσο μάγευαν περαστικούς και μη και έκανε τους πάντες να χορεύουν στον ρυθμό της με ένα μόνο κούνημα του μικρού της δαχτύλου. Ήταν ωραία. Όχι με την ασημαντότητα που προσδίδουμε στην λέξη ωραία όπως όταν λέμε "ωραίος καιρός σήμερα" για να σπάσουμε τον πάγο. Ήταν ωραία ως ένα ακόμα θαύμα της φύσης. Θαυμαστή λοιπόν, και φυσικά αξιοζήλευτη μα ούτε που το ήξερε εκείνο τον καιρό. Κι αργότερα που θα το μάθαινε θα το πλήρωνε ακριβά. Μα για την ώρα της έφτανε να σκάει στο παράθυρο πνιχτά χαμόγελα και να κοιτάζει πέρα από την πόρτα της αυλής το Τσεσμέ που την ταχτάριζε κάθε πρωί στα πόδια του και την παρακαλούσε να βγει να σεργιανίσει στους δρόμους του. Ήταν τότε δεκαεφτά χρονών. Στην βάρκα είχαν στριμωχτεί τριάντα νοματαίοι, μαζί και η γυναίκα -πια- με τα βελούδινα χέρια. Παραμάσχαλα το παιδί ούτε δύο χρονών κι αγκαζέ την μάνα, στην κοιλιά και δεύτερο μωρό. Ο άντρας πρόλαβε κι αυτός να τρυπώσει τελευταία στιγμή με τα γυναικόπαιδα, μαζί με δυο τρεις άλλους τυχερούς και όλοι ταξίδευαν προς Πειραιά και από εκεί ένας Θεός ξέρει που. Σαν βγήκε στα ανοιχτά η βάρκα ο κόσμος πια κάπως ηρέμησε. Τα παιδιά πάψανε να κλαίνε και ξεγελαστήκανε με κάτι πανιά που έφτιαξε η γιαγιά από το μεσοφόρι της για κούκλες και μπάλες. Οι πιο μεγάλες σταυροκοπιόντουσαν που σωθήκανε κι οι άντρες μην μπορώντας να φανερώσουν την ήττα τους αγνάντευαν το πέλαγος ή κουλούριαζαν τις γυναίκες κάτω από το παλτό τους που μύριζε καμένη γη. Σαν να πίστευαν πως προστατεύοντας τις γυναίκες από το κρύο, τις προστάτευαν κι από όλα τα δεινά, τα όσα είχαν προηγηθεί μα και τα μελλούμενα. Ακόμα δεν είχε χειμωνιάσει βέβαια και το κρύο πιο πολύ παγωμάρα από το ξαφνικό ήταν μα κι έτσι εκείνοι είχαν τις αγκαλιές γεμάτες στοργής φιλέματα. Η γυναίκα έστεκε μακριά από τον άντρα της. Τον κοίταζε που και που με την άκρη του ματιού της που έριχνε το βλέμμα του στον πάτο της βάρκας σαν να έψαχνε την τρύπα που θα χωρέσει το ένα και μοναδικό του δάκρυ. Μα αλήθεια, εκείνη το ήξερε πως ότι χώμα χωρούσε τα δάκρυα τους το είχανε αφήσει πίσω. Ήταν μόλις εικοσιδύο χρονών. Σαντορίνη. Καλοκαίρι. Η νέα χιλιετία είχε μπει τον περασμένο χειμώνα θριαμβευτικά στις ζωές όλων και προμήνυε κοσμοϊστορικές εξελίξεις τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Μα αυτό λίγο ένοιαζε ένα κορίτσι ούτε είκοσι χρονών. Ήταν Ιούλης. Ήταν διακοπές. Ήταν ευτυχισμένη. Τα πόδια της εκείνο το βράδυ είχαν βγάλει φτερά και πέταγαν. Καθώς κατέβαινε τα στενά δρομάκια στο Ημεροβίγλι ο νους της έτρεχε πότε στο χωνάκι παγωτό, που θα έλιωνε στο στόμα της με την τελευταία μπουκιά σοκολάτας να ορίζει πάντα άλλη μία μπάλα σαν επιδόρπιο και πότε στις εισαγωγικές εξετάσεις που πέρασε επιτυχώς και αποτελούσαν το εχέγγυο μιας επιτυχημένης ζωής. Το δέρμα της κι αυτό στο χρώμα της σοκολάτας ζωγράφιζε τους ώμους, τις γάμπες και τα στήθια της νεαρής κοπέλας που στην κατηφόρα χόρευαν μαζί της. Τα λουλούδια από το φόρεμα της έβγαιναν από το ύφασμα και πετούσαν μαζί με τα αστέρια. Ήταν ακριβώς τα ίδια αστέρια που κοιτούσαν το προηγούμενο βράδυ μαζί. Εκείνη κι εκείνος. Τα μάγουλα της την έκαψαν στην σκέψη αυτή. Τότε έγινε κάτι που δεν είχε ξανά γίνει ποτέ. Καθώς είχε κατηφορίσει αρκετά, είχε βρεθεί στην μέση ενός ανοιχτού γηπέδου μπάσκετ. Τα φώτα του γηπέδου έκαναν τη νύχτα να φωτίσει ακόμα πιο πολύ. Το κορίτσι στάθηκε σε εκείνη την έρημη γωνιά του κόσμου και ένιωσε σαν να άκουγε όλες τις ευτυχισμένες ανάσες των ανθρώπων μαζί. Σαν από μηχανής ήρθε τότε και εισχώρησε στην μύτη της γιασεμί κι από εκείνη την στιγμή το ήξερε πως τα γιασεμιά για εκείνη θα σημαίνουν ευτυχία. Η υποδοχή που τους επεφύλασσαν στην Αθήνα δεν ήταν και η πιο συγκινητική. Ευτυχώς βρέθηκαν οι φτωχογειτονιές και πήγαν και ταμπουρώθηκαν ομόθρησκοι μα όχι ομόαιμοι. Τους έδωσε και η συμπαθής κυβέρνηση τα προσφυγικά και τίποτες δουλίτσες να έχουν να απασχολούνται οι μελλοντικοί ψηφοφόροι. Η γυναίκα με τα βελούδινα χέρια ήρθε η ώρα να γεννήσει το δεύτερο παιδί. Όλα ήρθαν κατ' ευχήν και η δεύτερη κόρη ζεύτηκε την μοίρα των δικών της και πρωτόκλαψε σε ξένα χώματα που θα γνώριζε για δικά της. Την πρώτη ημέρα και την επόμενη η γυναίκα δεν βγήκε στην αυλή μα κρατήθηκε για λεχώνα να προφυλαχθεί. Σαν άνοιξε τα μάτια της την τρίτη ημέρα θυμήθηκε το σπίτι τους στο Τσεσμέ και τα παράθυρα που έβλεπαν πέρα στον δρόμο. Σκέφτηκε πως κι αν το χώμα δεν ήταν το θρεμμένο τους θα χωρούσε όμως ένα τόσο δα δικό της δάκρυ. Σηκώθηκε από τα σκεπάσματα της, κοίταξε το μωρό της και σκέφτηκε να καλωσορίσει την καινούργια της ζωή ντυμένη στα κόκκινα. Το κόκκινο σημαίνει γρήγορο. Τρεχάτη φόρεσε την καινούργια νυχτικιά της, χτένισε λίγο τα μαλλιά της και άνοιξε το παράθυρο που κοίταζε τον δρόμο. Από αυτό το πρεβάζι λοιπόν θα ονειρεύονταν οι κόρες της όπως κάποτε έκανε κι εκείνη. Το χώμα μύριζε βροχή. Το κόκκινο σήμαινε γρήγορο. Μια γειτόνισσα της είπε καλημέρα με τα μάτια καρφωτά. Δεν πρόλαβε να δακρύσει. Έκλεισε τα παντζούρια βιαστικά. Την άλλη ημέρα η γυναίκα δεν ξανά ξύπνησε. Κακό μάτι είπαν την είδε. Η κόκκινη νυχτικιά ένοχα κρύφτηκε στην ντουλάπα να μην βρουν. Το κορίτσι εκστασιασμένο ξάπλωσε στο τσιμεντένιο άπαν και μύρισε το τώρα. Για ένα, για δύο, για τρία δευτερόλεπτα ή ώρες δεν είχε σημασία. Ήταν αιώνια. Με τα χέρια και τα πόδια της άρχισε να κάνει αγγελάκια. Όταν πια γέμισε αγγέλους τον αέρα, ανακάθισε και τέντωσε τα πόδια της. Άρχισε να τρίβει τους αστραγάλους της και με το σάλιο της να διαγράφει τα γδαρσίματα από τα πετραδάκια στα πόδια και στα χέρια της. Τα χέρια της πάντα ήταν πολύ μαλακά, σαν μωρού παιδιού τα έλεγε η μαμά της. Είχε να μοιάσει άλλωστε. Γενιές πίσω όλες οι γυναίκες από την οικογένεια της είχαν βελούδινα χέρια. Το κορίτσι κοίταξε μια μικρή σχισμή στο τσιμέντο. Μια πολύ μικρή σχισμή, στρογγυλή σαν μια μικρή τρύπα. Τότε σκέφτηκε πως αυτή η τρύπα, σε εκείνη την μεριά του κόσμου,θα μπορούσε να γίνει για πάντα δική της. Θα μπορούσε να χωρέσει μέσα ένα δάκρυ της και να το φυλάξει για πάντα να μην χαθεί. Έτσι θα θυμόταν για πάντα ότι σε ένα σημείο του κόσμου υπάρχει κρυμμένο ένα ευτυχισμένο δικό της δάκρυ. Το κορίτσι έκλαψε, λοιπόν. Στην τρύπα πήγε και σφήνωσε ένα ολοστρόγγυλο αλμυρό δάκρυ. Ύστερα σηκώθηκε και έτρεξε με τα κόκκινα παπούτσια της μακριά.