Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Την έλεγαν Ελευθερία

Το κελί ήταν ακριβώς τρία μέτρα επί τρία. Απομόνωση. Σχεδιασμένο για να νιώθει κανείς ότι τον έχουν βάλει στο κουτί με τα φακελάκια τσαγιού, αχρησιμοποίητο και καλά τυλιγμένο με την διάφανη σκληρή μεμβράνη. Χωρίς ημερομηνία λήξης, χωρίς τιμή πάνω. Ποιος θα μπορούσε να κοστολογήσει την αξία του με ακρίβεια; Οι άνθρωποι συνήθως αρκούνται στην κατά προσέγγιση προσπάθεια κι ήταν αυτή η αιτία, που βρισκόταν τώρα κι η ίδια φυλακισμένη χωρίς καν να έχει μπορέσει να υπερασπιστεί επαρκώς τον εαυτό της. Ετερόφωτη, ανόητα περιπλανημένη, άχρονη και ταυτόχρονα ορισμένη, σε πλαίσια εγκατεστημένα από την ίδια, δεν ήταν περίεργο που τελικά κατέληξε στην υψίστης. Πρώτα υπήρχε μια πόρτα, που σφράγιζε με κλειδαριά κι έπειτα με σύρτη, άφηνε κάποια εκατοστά και μετά άλλη πόρτα με κάγκελα, κλείδωνε με λουκέτο. Ακολουθούσε το κελί. Ένα κρεβάτι στα αριστερά, χτισμένο από τσιμέντο, λεπτό στρώμα, τρύπιο πάνω δεξιά, καμένο στα πόδια, μαξιλάρι, χωρίς μαξιλαροθήκη και κουβέρτα κατοχική, τσόχινη. Δεξιά λεκάνη λευκή, καθρέφτης, νεροχύτης, κουβάς. Αυτά όλα. Παράθυρο πουθενά. Φυλακή. Δεν γνώριζε πια πόσο καιρό ήταν εδώ. Τις λιγότερο αφόρητες στιγμές της, μετρούσε τον χρόνο ανάποδα. Από το τέλος στην αρχή. Θεωρούσε ότι αρχίζοντας να μετράει τον χρόνο προς τα πίσω θα έφτανε στο σημείο εκείνο, που όλα αποτελούσαν μέρος μιας συναρπαστικής περιπέτειας και τίποτα δεν προμήνυε την άσχημη κατάληξη αυτής. Κάποιες ελάχιστες φορές κατάφερνε να συγκεντρώσει εικόνες αρκετές ώστε να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι ελεύθερη ξανά, κρατούσε όμως τόσο λίγο, που με την αμέσως επόμενη αναπνοή ερχόταν η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Ανάσα. Η μόνη σίγουρη λύση στην αποπνιξία είναι η ανάσα. Από εκεί ξεκινούν όλα. Από μια ανάσα. Αν καταφέρει κανείς να πάρει την πρώτη ανάσα κι έπειτα την επόμενη και την επόμενη, έχει ήδη περπατήσει τρία βήματα. Ακόμα και σε ένα κελί τρία επί τρία. Τρία βήματα. Η τελευταία της αναδρομή την γέμισε ψύλλους. Πολύ γρήγορα είχαν εξαπλωθεί παντού, μέχρι τους πνεύμονες, γι' αυτό και δυσκολεύτηκε να πάρει την πρώτη ανάσα. Αφού την πήρε όμως, σηκώθηκε και τίναξε από πάνω της τα σιχαμερά ζωύφια. Έπεσαν όλα στο πάτωμα. Πήρε την δεύτερη ανάσα κι αποφάσισε να τα ξεφορτωθεί. Συγκεντρώθηκε για μερικά δευτερόλεπτα και κάνοντας μια χορευτική κίνηση με τον αντίχειρά της ήταν σίγουρη πια για το σχέδιό της. Στις έξι και τρία ακριβώς, άνοιγε το πορτάκι της πρώτης πόρτας και της σέρβιραν το βραδινό. Η όλη διαδικασία κρατούσε τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα. Θα έπρεπε να έχει φτιάξει μέχρι τότε έναν διάδρομο που θα ξεκινούσε από την πόρτα με το λουκέτο, θα περνούσε τα λίγα εκατοστά, που χωρίζουν τις δύο πόρτες, θα έφτανε στην σιδερένια κι εν τέλει στο πορτάκι. Πάνω σ' αυτόν τον διάδρομο θα είχε τοποθετήσει όλους τους ψύλλους κι όταν θα άνοιγε το πορτάκι για τρία δευτερόλεπτα θα φυσούσε δυνατά για να τους απομακρύνει. Το μόνο, που έμενε να βρει ήταν το υλικό, που θα τοποθετούσε πάνω τους ψύλλους. Θα έπρεπε να είναι κάτι μακρόστενο με τείχη δεξιά κι αριστερά τουλάχιστον είκοσι εκατοστά. Δεν άργησε να βρει την λύση. Οι φθαρμένες λαστιχένιες σαγιονάρες της χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτεί ο διάδρομος. Αφού τις μάσησε για να τις κάνει λωρίδες, έπειτα με το κορδόνι από την φόρμα της άρχισε να τις ενώνει. Όταν ολοκλήρωσε το έργο της, πήρε το ρολό από το χαρτί υγείας, το έκανε κι αυτό λωρίδες και έφτιαξε μια ωραιότατη σκεπή, γιατί δυστυχώς τείχη δεν μπορούσε να φτιάξει, αλλά δεν πειράζει γιατί κι η σκεπή μια χαρά έκανε για να μην τις φεύγουν αριστερά και δεξιά οι ανεπιθύμητοι συγκάτοικοι. Η ώρα ήταν έξι και δύο. Είχε μάθει να υπολογίζει την ώρα του φαγητού, γιατί άκουγε από την άλλη μεριά ν' ανοίγουν ένα ένα τα πορτάκια των συγκρατούμενών της. Το δικό της άνοιγε στις έξι και τρία πρώτα λεπτά άρα το κελί της πρέπει να ήταν το εικοστό στην σειρά. Πότε ήταν είκοσι, αλήθεια; Όχι αναδρομή τώρα. Μόλις είχε συνέλθει. Έπρεπε να μαζέψει όλη της την δύναμη για μια δυνατή ανάσα, την τρίτη. Είχε πάρει θέση γάτας. Καθόταν μπροστά στο δημιούργημά της και περίμενε ν' ανοίξει το πορτάκι. Σαν ύαινα μπροστά από το θήραμα. Δεν ανέπνεε, δεν κουνιόταν, για λίγα δευτερόλεπτα δεν υπήρχε, ήταν αόρατη από τον εχθρό κι ετοιμαζόταν για την επίθεσή της. Ώσπου το πορτάκι άνοιξε κι εκείνη πήρε ανάσα για να φυσήξει όσο πιο δυνατά γινόταν. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και σκούπισε τα μάτια της. Η τελευταία ανάσα την ταρακούνησε για τα καλά. Ένιωθε ξαφνικά σα να βούτηξε το πρόσωπό της μέσα σε νερά ποταμού ή κάτι τέτοιο. Ξύπνησε. Κοιμόταν για ώρες με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι. Για ώρες; Για ημέρες, μήνες, ίσως πάντα. Από που ξεκινάει το πάντα και που τελειώνει; Όχι βύθισμα πάλι. Αέρα, φρέσκο δροσερό αέρα. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Φίλη της από πάντα. Να το πάντα πάλι. Ψιθυρίζει την λέξη. Πιο πολύ για ν' ακούσει την φωνή της. Τρυφερή, απαλή, είκοσι χρονών. Ο αέρας στέκεται πάνω της. Κάθεται στους ώμους της σαν μανδύας. Θριαμβευτής και προστάτης της νιότης ίσως, της γνώσης σίγουρα, αυτής που συμβαίνει ερήμην μας. Μερικά καρφιά δεν πληγώνουν. Νιώθει τα καρφιά του αέρα στα μάγουλά της. Είναι αυτά, που μας επιβεβαιώνουν ότι είμαστε ζωντανοί. Κλείνει τα μάτια της. Η καρδιά ακόμα εκεί, ρυθμική κι επίμονη. Χτυπάει.