Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Μυρωδιά κολόνιας λεμόνι

   Το φως που έμπαινε από την κεντρική πόρτα της εκκλησίας θαρρείς ήθελε να ξεχυθεί παντού. Να ξαπλώσει πάνω σ' όλα τα έμψυχα κι άψυχα του χώρου. Να καλύψει και την τελευταία σκοτεινή μεριά τους, Παρόλα αυτά άφησε τα σκοτάδια κατά μέρους να κάνουν την δουλειά τους και κατευθύνθηκε ευθεία. Το ένιωσα να μου ζεσταίνει την πλάτη. Το είδα να περνάει ξυστά από το κεφάλι του μπροστινού μου. Το ακολούθησα μέχρι την τσάντα της κυρίας που έψαλλε. Το παρακολουθούσα που έπαιζε κυνηγητό με το πετραχήλι του παπά. Μια λωρίδα ήλιου μόνο, πλαγιαστή, κατάφερε να Τον φτάσει και να Του φωτίσει ίσα ίσα το στεφάνι το φτιαγμένο από αγκάθια. Είδα το αίμα να στάζει. Μέσα από το φως. Το είδα.
   Ύστερα σιωπή. Για λίγα δευτερόλεπτα μονάχα. Ποιος μπορεί να συνδιαλλαγεί άλλωστε περισσότερο με την -πάντα όμως- εκκωφαντική σιωπή του; Κεντρικό θέμα συζήτησης και ύφος συνομιλίας καθαρά προσωπικό. Μέχρι που βαρέθηκε ο ήλιος να μου ζεσταίνει την πλάτη και ενόχλησε τον πιο δίπλα. Ατάραχο τον βλέπω! Σαν να είναι συνηθισμένος σε τέτοιου είδους αγκαλιές. Κακό αυτό! Όταν έχεις συνηθίσει την ζέστη εκείνη δεν κάθεται να ασχοληθεί πολύ μαζί σου. Δεν βρίσκει ενδιαφέρον! Γι' αυτό!
   Φοράει καφέ παντελόνι και καρό πουκάμισο. Σακάκι σκούρο μπλε με τρίχες διάσπαρτες στο πέτο. Άσπρες και κοντές. Ο ήλιος τις κάνει να λαμπυρίζουν σαν μικρά μαγικά ραβδιά νεραϊδίσια που αποστάτησαν ενώ τα παπούτσια του μπλε κι αυτά είναι γεμάτα λάσπη. Χοντρά χέρια. Άγρια. Να δεις που θα' ναι οικοδόμος ή κάτι τέτοιο. Τα μαλλιά του ψαρά. Με ελαφρά αραίωση μπροστά. Σίγουρα τον έφερε η γυναίκα του στην εκκλησία. Ημέρες που' ναι. Σίγουρα μετά θα περάσει μια βόλτα από το καφενείο. Σ' αυτές τις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, όπως είναι η Καισαριανή, τα καφενεία διατηρούν και το παραδοσιακό χρώμα τους αλλά και την χρησιμότητά τους. Πολύ περισσότερο την μυρωδιά τους. Καπνισμένο κρασί με κολόνια Μυρτώ. Λεμονάτη. Πάλι καλά που δεν υπάρχει πια το μπριγιόλ. Μάλλον είχε κάνει στάση στο καφενείο πριν έρθει στην εκκλησία. Με πήρε η μυρωδιά και με σήκωσε. Έχει σκυμμένο το κεφάλι και το φως σκάει ακριβώς πάνω στον αυχένα του. Ατάραχος. Κάνει πως προσεύχεται; Προσεύχεται; Κοιτάζει τα παπούτσια του τα λασπωμένα; Σίγουρα θα ήθελε να είναι κάπου αλλού πάντως. Αυτό δείχνει όλο του το πρόσωπο, το στήσιμο, τα πάντα του.
   Για μια στιγμή κάνει να πιάσει κάτι από την τσέπη του. "Θα ετοιμάζει τον καπνό και τον αναπτήρα του για να καπνίσει" σκέφτηκα. Βγάζει αργά αργά μια φωτογραφία από την τσέπη του. Τα χέρια του τρέμουν αλλά εκείνος έχει την έννοια μην και τον δουν οι γύρω του. Ασπρόμαυρη. Σε μέγεθος ενός πακέτου τσιγάρων. Την χαϊδεύει με τον χοντρό και άγριο αντίχειρά του. "Ζωή σε λόγου σου Παντελή" του ψιθυρίζει μια κυρία με κρεπαρισμένο μαλλί παραδίπλα. "Ήταν καλή η Ελένη. Μα μεγαλοβδομαδιάτικα βρε παιδί μου. Ταλαιπωρήθηκε πολύ όμως. Καλύτερα που έφυγε τελικά". Ο Παντελής τότε έχωσε την φωτογραφία στην τσέπη, κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, έκανε έπειτα τον σταυρό του κι αποχώρησε.
   Μεγάλη Τετάρτη σήμερα. Η ημέρα μετάνοιας. Η πόρνη ζήτησε συγχώρεση και την πήρε. Στον Ιούδα δόθηκε η ευκαιρία να μην προδώσει μα εκείνος πρόδωσε. Δύο ψυχές. Παλλόμενες. Όλοι εμείς. Που δεν συχωρούμε. Που βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα. Που κρίνουμε. Που κατακρίνουμε. Δεν είμαστε άγιοι. Το πιθανότερο να μην γίνουμε ποτέ. Μόνο να αγαπάμε μπορούμε να προσπαθήσουμε. Έστω και μεγαλοβδομαδιάτικα. Ν' αγαπάμε και ν' ακούμε τις σιωπές μας. Μερικά δευτερόλεπτα αρκούν για να δούμε καθαρά εντός μας τι είναι αυτό που μας κάνει πραγματικά ευτυχισμένους. Μόνο τότε άλλωστε είμαστε ικανοί για να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη.
  Μπροστά μου ο ήλιος έχει φωτίσει πια εμφανώς το αίμα Του Χριστού. Γυρνάω να δω τον Παντελή να φεύγει. Έχει ήδη φύγει. Ένα μικρό κορίτσι κάθεται μπροστά στην πόρτα. Ο ήλιος το έχει λούσει από πάνω μέχρι κάτω. Δεν βλέπω τι χρώμα έχουν τα μαλλιά του. Δεν μπορώ να δω ούτε τι φοράει. Αν χαμογελάει ή όχι. Μάλλον χαμογελάει γιατί η σκιά του μοιάζει να χορεύει. Κρατάει τον μπαμπά του από το χέρι. Έχει δύο κοτσιδάκια ίδια και χορεύει. Αυτό κάνει.
  
  
  

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Οι ήρωες του '21

   Σήμερα το πρωί ξύπνησα. Όπως κάνω κάθε ημέρα. Δεν με εξέπληξε το γεγονός της αναπνοής μου που συνέχιζε να μπαινοβγαίνει μέσα μου. Είναι κάτι που συμβαίνει κάθε πρωί άλλωστε. Δεν με εξέπληξαν ούτε καν τα πουλιά, που σφύριζαν έξω από το παράθυρό μου. Δεν τ' άκουσα για την ακρίβεια. Ούτε εκείνα άκουσα ούτε την γειτόνισσα με το πικάντικο στόμα. Πιθανότατα να φώναζε στον ανυπάκουο σύζυγό της, που μοιράζει σ' αγαπώ στα μπαλκόνια. Σ΄ εκείνα με τις λουλουδάτες γλάστρες και τις φαρδιές μπλούζες με τα ξεσκέπαστα πόδια, που αντικατέστησαν εδώ και καιρό τις χυτές ρόμπες του '60. Ξέρει που ν' απευθύνει τα σ' αγαπώ του ο κύριος Δημήτρης.
   Με απασχολούσε έντονα ο εφιάλτης που είδα το βράδυ καθώς κι η αίσθηση ότι θα μ' ακολουθεί για όλη την υπόλοιπη ημέρα οπότε και θα μου χαλάσει ένα ίδιο πρωινό κι αργότερα ένα ίδιο μεσημέρι μέχρι να έρθει ένα ίδιο βράδυ. Έτσι δεν με εξέπληξε τίποτα από όλα τα παραπάνω. Γύρισα πλευρό και σκεφτόμουν τι να κάνω για να διώξω αυτή την αίσθηση. Όσο σκεφτόμουν πως θα την διώξω εκείνη δυνάμωνε μέσα μου.
   Σηκώθηκα από το κρεββάτι. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Άνοιξα και την μπαλκονόπορτα. Μια μικρή αράχνη τρύπωσε στην κουζίνα μου. Μαζί της και το φως. Πάντα αυτά τα δυο μαζί. Καταπιάστηκα με δουλειές για να ξεχαστώ. Σωτήρια λύση "εν καιρώ πολέμου". Έφτιαξα καφέ, έπλυνα τα πιάτα, σκούπισα, ξεσκαρτάρισα τα ντουλάπια. Τίποτα. Η αίσθηση ακόμα εκεί. Δεν το έβαλα κάτω. Συνέχισα με πιο πολύ πείσμα να κάνω δουλειές. Ξέστρωσα και ξανά έστρωσα το κρεββάτι. Γυάλισα τα ασημικά που δεν έχω. Μέχρι και τα καλοκαιρινά κατέβασα για να φτιάξω.
   Ήταν χακί με μωβ πιτσιλιές. Στην λαιμόκοψη είχε επίσης μωβ χρώμα και μια μικρή στάμπα στην μέση. Λουλουδάτη. Χώραγε ίσα ίσα το μισό μου μπράτσο πια. Πως μπερδεύτηκε με τα ρούχα μου; Πως και δεν είχε πεταχτεί ή χαριστεί; Μύριζε ακόμα λεβάντα και καλοκαίρι στα μάρμαρα. Ξυπολυσιές. Να ακούγεται το πόδι να χτυπάει με θράσος το πλακάκι. Να γλιστράει έπειτα όλο το σώμα πάνω σε ήρωες του '21 ή Άγγλους ευγενείς ή ένα μάτι που στέκεται δίπλα σε τρία πόδια. Είναι πολύ παράξενο αλήθεια τι μπορούν να καταφέρουν μερικοί χρωματισμοί στα μάρμαρα κι η φαντασία ενός παιδιού.
   Με επανάφερε η αράχνη που είχα ξεχάσει ότι είχε μπει στο σπίτι και τώρα περπατούσε πάνω στο χέρι μου. Βγήκα στο μπαλκόνι και την έσπρωξα απαλά να ακουμπήσει πάνω στον βασιλικό. "Μεγάλη Δευτέρα" σκέφτηκα "25 Απριλίου 2016". Ένιωσα την ζέστη, που ακόμα είναι λίγο μακριά από το φετινό καλοκαίρι, ίσως πάλι και όχι, γύρισα και κοίταξα τον βασιλικό που είχε πετάξει επιτέλους φύλλα, πότισα την μύτη μου με μπερδεμένες μυρωδιές σπιτικού φαγητού μέχρι να γουργουρίσει το στομάχι μου κι έπειτα κοίταξα τις πατούσες μου. Πόσο μεγάλες είναι. Πόσο μικρές ήταν τότε. Μοιάζουν άραγε καθόλου; Κούνησα τα δάχτυλα μου σαν να ήθελα να ξεκολλήσω το ένα από το άλλο. Αυτό το πλακάκι κάτω από το μεγάλο μου δάχτυλο έμοιαζε με δερβίση. Χαμογέλασα. Μωρέ από κάπου ακούγεται ακορντεόν ή είναι η ιδέα μου; Σαν υπνωτισμένη από την μουσική που έφερνε ο αέρας ξάπλωσα το παιδικό φανελάκι με τις πιτσιλιές στο κρεββάτι, το δίπλωσα σχεδόν ευλαβικά, του έριξα λίγο φτηνό άρωμα απομίμησης, το έβαλα σε ένα κουτί παπουτσιών αχρησιμοποίητο κι ακουμπώντας το απαλά -λες και θα έσπαγε Θεός φυλάξει!- το τακτοποίησα στο πατάρι.
  Μ' αρέσει η λέξη τακτοποίησα. Δείχνει αποδοχή και συμφιλίωση. Δεν θα μπορούσα ούτε να τ' αφήσω στο πατάρι. Ούτε να το κρύψω στο πατάρι. Το τακτοποίησα κι είναι εκεί. Για όποτε χρειαζόταν να μου θυμίσει πάλι τους ήρωες του '21. Έπειτα άνοιξα τον υπολογιστή. Τσίμπησα ένα κεράσι κι άλλο ένα και ξεκίνησα να γράφω. Για ότι μου κατέβει. Σε χρωματισμούς μαρμάρινους. Πόσα κεράσια έχω φάει αλήθεια μέχρι τώρα; Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε... Αυτό είναι το Έκτο μου...