Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Αλίκη

   Το γάλα χυμένο πάνω στο τραπέζι. Κανένας δεν νοιάστηκε. Στο πόδι όλοι καλοκαιριάτικα από τις εφτά το πρωί. Να ευχόμαστε να μην είναι αλήθεια. Ο Παπαδάκης επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της είδησης με εκείνη να χορεύει μέσα στο ιβουάρ νυχτικό της την τελευταία της μελωδία. Ευτύχισε άραγε ποτέ; Αδιάφορο για το αδηφάγο κοινό που δεν προσπάθησε αρκετά για την απάντηση. Τώρα μόνο δάκρυα. Τα πιο πολλά για τις κόρες που δεν θα ξανά είναι ποτέ μικρές. Θα μεγαλώσουν μέσα σε μια νύχτα και θα φυτρώσουν στο κεφάλι τους άσπρα μαλλιά κι ευθύνες. Η Αλίκη έφυγε. Η Αλίκη δεν έφυγε ποτέ.
   Το κορίτσι χορεύει κι αυτό. Χωρίς ιβουάρ νυχτικό. Μα με την ίδια λαχτάρα. Κορδωμένο πάνω στην πλαστική καρέκλα κρατάει στο ένα χέρι ξεχαρβαλωμένη σκούπα και στο άλλο την κάσκα της γιαγιάς. Διατείνεται πως θα γίνει ηθοποιός κι όλο και κουνάει το μαλλί του πέρα δώθε. Πότε τραγουδάει. Πότε παρλάρει. Πότε βαυκαλίζεται στον καθρέφτη του χωλ. Το κομμωτήριο της γιαγιάς συγγενεύει με την κουζίνα οπότε σε κάθε φιγούρα ή πόζα το κοινό εναλλάσεται. Πότε ο παππούς που τσιμπάει κανέναν κεφτέ και πότε η πελάτισσα που στεγνώνει την μπούκλα. Πορτοκάλια μέσα από την μπλούζα και γεράνι στο μαλλί. Η μικρή νομίζει πως μεγάλωσε μα όχι. Η Αλίκη ακόμα ζει.
   Ανυπόφορες ημέρες και νύχτες ατέλειωτες. Ερημιά. Νύχτα που θα την διαδεχτεί ημέρα ίδια με την χθεσινή και πάλι από την αρχή. Η κόρη μεγάλωσε και δεν έγινε. Δεν έγινε τίποτα. Έγινε απλά μεγάλη. Καναπές, τηλεόραση, ημίμετρες ηδονές για να μπορεί να υπάρχει. Θλίψη. Ξαφνικά η Αλίκη στο κάδρο. Το γάλα χυμένο και πάλι στο τραπέζι. Δεν την νοιάζει. Της ανοίγει η όρεξη για κεφτεδάκια σαν εκείνα του παππού. Της μυρίζει καλοκαίρι και γιασεμιά και οξυζενέ νούμερο 30. Γέρνει το κεφάλι δεξιά. Κάπου είχε ένα πλαστικό λουλούδι από τις Απόκριες. Το ανασύρει. Μαζί και δυο κοτσίδια. Τα ξεροψημένα μάγουλα της Κατερίνας όταν πουλάει ψάρια στην αγορά. Τα σπίτια των ινδιάνων φτιαγμένα με καλαμωτές στο χωριό. Το κεσέ με το γιαούρτι στην μούρη του Πίπη. Τα πλαστικά πιάτα της μαμάς που μυρίζουν ρώσικη και βραστό αυγό. Την Μανταλένα πάνω στον γάιδαρο της. Ίσως κι ένα φιλί στο μέτωπο. Από ποιον δεν θυμάται. Η Αλίκη απέναντι της χαμογελά.
  


Info tip: Τα πιο παράξενα -κι όμορφα- όνειρα τα έκανα ενώ με σκέπαζαν αστέρια ουρανού διάφανου. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνα τα όνειρα. Μόνο πως τα βράδια που τα έβλεπα είχε δροσιά. Πάντα. Τα πόδια μου ήταν ξεσκέπαστα και τρεχάτα. Τα μαλλιά μου ξέμπλεκα κι ανένταχτα. Η κοιλιά μου ποτέ χορτάτη μα ούτε κι η επιθυμία μου. Πριν κοιμηθώ προσευχόμουν παιδικές προσευχές και από το ραδιόφωνο ακουγόταν το νανούρισμα του Λοϊζου.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Η σίτα

   Η γυναίκα κοίταξε τα δυο της χέρια. Οι φλέβες της σαν οροσειρές που δεν κατέληγαν πουθενά. Ούτε καν μέχρι τα δάχτυλα της. Ανέτοιμα κι αυτά. Στα πιο φουσκωμένα σημεία όμως σαν να υπήρχε ακόμα ζωή. Σαν να υπήρχε ακόμα χτύπος. Στην παράδοση αυτής της σκέψης αναθάρρηση μα και τρόμος. Η ύπαρξη ζώής προϋποθέτει ευθύνη. Πόδια λυγισμένα. Σώμα σκυφτό. Πρόσωπο που έκαιγε. Το κλάμα δεν είχε ευχαριστηθεί παιγνίδι και άρχισε πάλι να τρέχει. Πάτωμα.
   Λόγω του ιδιαιτέρως παγωμένου χειμώνα το σπίτι αν κι είχε θέρμανση δεν είχε ακόμα ζεσταθεί. Μετά από λίγη ώρα κουράστηκαν τα δάκρυα παράπονο και της επέτρεψαν να το αντιληφθεί. Τράβηξε το ριχτάρι από τον καναπέ και σκέπασε τις πατούσες της. Ξαπλώμένη σε στάση εμβρύου λαχταρούσε επίμονα την θηλή ή έστω την αγκαλιά της μάνας της. Εκείνη την αγκαλιά που μυρίζει πάντα γάλα, κανέλλα και ζάχαρη και που υπόσχεται πως όλα θα πάνε καλά. Οι σκεπασμένες πατούσες πάντα ξεγελούν ζεστασιά κι οικειότητα. Χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά για να συνηθίσει την καινούργια της θέση και να πλησιάσει η αριστερή πατούσα την δεξιά. Το μεγάλο της δάχτυλο άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά την αριστερή της γάμπα. Πρώτη ένδειξη ζωής. Τα μάτια της άρχισαν τότε να ξεθολώνουν και να κινούνται πέρα δώθε. Ταβάνι.
   Πόσα μυστικά έχει πάρει μαζί του ένα ταβάνι αλήθεια; Λευκό, απόμακρο -τόσο όσο χρειάζεται για να 'χεις την ψευδαίσθηση ότι αναπνέεις-, ψυχρό, ο φωτεινός παντογνώστης που σου λύνει κάθε πρόβλημα. Ξεκάθαρα ο πιο καλός της φίλος εκείνη την στιγμή. Στιγμή; Στίγμα. Σίγμα. Σύρμα. Σίτα. Η γυναίκα αναρωτήθηκε ξαφνικά αν είχε κλείσει την σίτα στο παραθυράκι του μπάνιου. Προχθές ακόμα άκουσε την από πάνω της να ουρλιάζει πανικόβλητη στην θέα τρωκτικού άρτι αφηχθέν εκ κατεδαφίσεως διπλανού χαμώσπιτου. Η απελπισία της αποτυχημένης υπάρξεως της αντικαταστάθηκε αμέσως από το περιβόητο αίσθημα της επιβίωσης έναντι του τρωκτικού και πάσης φύσεως εχθρού βεβαίως βεβαίως. Αυτή η γενίκευση της έδωσε αμέσως θάρρος. Καταρχάς να ξεσκεπάσει την αριστερή της πατούσα. Δεν άργησε να ξετρυπώσει και την δεξιά και με μια παράτολμη κίνηση ανακάθισε και σκούπισε τα μάτια της. Αν μπορούσε να παρομοιάσει με κάποιον τον εαυτό της εκείνη την στιγμή αυτός θα ήταν σίγουρα ο Ταρζάν. Μόνη μπροστά στην χαώδη κι επικίνδυνη ζούγκλα, ανίκανη ν' αντιμετωπίσει τα άγρια θηρία, έχοντας πλήρη άγνοια του ποια είναι και μην έχοντας ούτε καν την Τσίτα στο πλευρό της. Ερημιά.
   Μα ο Ταρζάν δεν είχε νιώσει ποτέ -στα τόσα χρόνια καριέρας του- ανίκανος ν' αντιμετωπίσει τα άγρια θηρία. Φυσικά όταν λέμε άγρια δεν εννοούμε ένα απλό ποντικάκι. Ίσως ο προαναφερόμενος ν' αντιμετώπισε ένα πρόβλημα με τους ανθρώπους αλλά τ' άγρια θηρία τα έκανε φίλους του. Δεν τα φοβήθηκε ποτέ. Η ερημιά της άρχισε, στην σκέψη αυτή, να ξημερώνει μικρές οάσεις. Ακούγοντας λίγο πιο προσεκτικά τους ήχους από τους δυο φοίνικες της όασης, της φάνηκε δε πως οι χουρμάδες παλαμοκροτούσαν όχι μόνο μέσα στο μυαλό της αλλά και στην πραγματικότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως μετά από τόση στεναχώρια η καημενούλα είχε αρχίσει να τα χάνει κομματάκι και ν' ακούει φωνές. Μα δεν άκουγε φωνές! Μόνο χουρμάδες να χτυπάνε παλαμάκια. Ελπίδα.
   Η γυναίκα στην προσπάθεια να στηριχτεί πιάστηκε από την καρέκλα από την μια και από το έπιπλο της τηλεόρασης από την άλλη. Αυτή ακριβώς η στιγμή είναι η πιο σημαντική στις πτώσεις. Αν αυτό το στάδιο στεφθεί με επιτυχία έχει κατακτηθεί ο μισός δρόμος της επανάκαμψης. Η γυναίκα το γνώριζε αυτό από προηγούμενες πτώσεις και γι' αυτό τον λόγο γαντζώθηκε από τα στηρίγματα της με όλη της την δύναμη. Ξαφνικά σκέφτηκε την μητέρα της πάλι. Η προσπάθεια της αυτή έμοιαζε πολύ με την γέννα της. Όχι πως την θυμόταν δηλαδή αλλά κάπως έτσι θα ήταν η τελευταία σπρωξιά της μάνας της για να βγει στον κόσμο. Αυτό της έδωσε ακόμα περισσότερο θάρρος και μια πρωτόγνωρη περηφάνεια για τον εαυτό της. Αστείο εργαλείο θαρρεί κανείς, πως η γέννηση κάποιου να χρησιμεύει μετά από τόσα χρόνια ως αφορμή για να σηκωθεί, χρήσιμο ωστόσο. Πρώτη ανάσα.
   Τα πρώτα βήματα είναι πάντα πολύ προσεκτικά. Σαν να μαθαίνεις να περπατάς από την αρχή. Επίσης το πάτωμα ενέχει κρυμμένους κινδύνους σε τέτοιες περιπτώσεις. Σπασμένα γυαλιά, μουσκεμένα πανιά, χυμένα αίματα ή ξεραμένα αίματα -πάντως αίματα-, διαφημιστικά έντυπα, που όσο και να τα πετάς αυτά μαζεύονται σωρό, δυο τρεις ενοχές και τραύματα. Πολλά και συνεχώς αυξανόμενα. Η γυναίκα δεν διέσχισε το σαλόνι ανεπηρέαστη από όλα αυτά. Ωστόσο το διέσχισε με θάρρος και ιαχές ζούγκλας. Που και που. Σκαρφαλώνοντας στην κόψη του καναπέ ή κρεμώντας το κορμί της από πολυέλαιο σε πολυέλαιο. Ώσπου έφτασε στην πόρτα του μπάνιου για να ελέγξει την σίτα. Κλειδί.
   Το κλειδί έστριψε δυο φορές κι πόρτα άνοιξε. Το παραθυράκι ήταν ανοιχτό κι επέτρεψε στον δροσερό αέρα να ακουμπήσει στα μάγουλα της. Ούτε που την ένοιαξε η ανατριχίλα από το κρύο σ' όλο της το σώμα. Τα τραύματα δεν είχαν επηρεάσει τους πόρους της, που τώρα διαμαρτύρονταν για το ψύχος με όρθιους διαδηλωτές τις τρίχες. Η γυναίκα πλησίασε στο παράθυρο κι ολοκλήρωσε τον αρχικό της στόχο. Ύστερα γύρισε προς τον καθρέφτη. Τα πόδια της γυμνά σε γυμνά πλακάκια. Η σκέψη της το ίδιο. Για λίγο αναρωτήθηκε, κοιτάζοντας το είδωλο της, για την ταυτότητα της. Για λίγο μόνο. Ακολούθησε χαμόγελο δικό της. Οι φλέβες πιο φουσκωμένες από ποτέ μόλις είχαν κλείσει την σίτα.