Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Το καντηλάκι πάνω στο μάρμαρο

Με τα δάχτυλα της δίπλωνε και ξεδίπλωνε το μαντήλι της. Ακουμπημένο στην πουά ρόμπα της μοσχοβολούσε ακόμα την φρεσκάδα της προχθεσινής μπουγάδας. Πότε μπαινόβγαζε τα πασούμια της και πότε έγλυφε απαλά το κάτω χείλος της. Τις πιο πολλές φορές από αμηχανία μπροστά στα πικάντικα σχόλια ή νέα που μπορεί να άκουγε από την ομήγυρη. Ήταν αδύνατη. Κομψή. Σχεδόν αέρινη. Τα πάντα έλαμπαν στο σπίτι της. Πιο καθαρός νεροχύτης ή μάτι κουζίνας δεν υπήρχε σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων, τουλάχιστον. Είχε δυο μάτια μεγάλα, μαύρα, μόνιμα υγρά. Τα τεράστια γυαλιά της αντί να τα κρύψουν, τα έκαναν ακόμα πιο μεγάλα. Κάθε φορά που μάνταρε καμία κάλτσα έπεφταν μέχρι την άκρη της μύτης της κι εκείνη ανακαθόταν εκνευρισμένη στην καρέκλα της κουζίνας σπρώχνοντας τα προς τα πίσω. Αυτές ήταν οι μόνες φορές που ξεσηκωνόταν το θυμικό της. Τα περισσότερα βράδια το άφηνε να κοιμάται ήσυχα δίπλα στον επί πενήντα χρόνια σύζυγο και προστάτη της. Ή μπορεί πότε πότε να το χαρχάλευε όταν έξυνε τις αναμνήσεις της. Όταν θυμόταν τον πρώτο της έρωτα ή όταν δεν μπορούσε να ξεχάσει τι είχε περάσει από την πεθερά της. Υπόσχεση μπροστά στα εικονίσματα είχε δώσει, όταν θα γινόταν η ίδια πεθερά, την νύφη να μην μαλώσει ποτέ. Πράγμα που κράτησε κι η μάνα στα χέρια της ευτύχησε. Τους χώριζε μια μεσοτοιχία μα στην αλήθεια δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν από τα πρώτα της γνωριμίας τους. Ούτε καν τον μοναχογιό που ήταν και μοναχοπαίδι. Λόγω της ασθενικής φύσης της, κληρονομιά από τον μακαρίτη τον πατέρα της, η γιαγιά νόσησε πολύ νέα. Συνήθιζε λοιπόν, να παίρνει μαζί της και την ουρά της όπου πήγαινε, ένα σωληνάκι που οδηγούσε στο μηχάνημα παραγωγής οξυγόνου. Είχε γίνει ένα πια με την ίδια κι ο κόσμος όταν την έφερνε στο νου του, την μνημόνευε αγκαζέ με τον κολαούζο της. Αυτό δεν την εμπόδισε ποτέ παρά μονάχα στα τελευταία της. Σηκωνόταν πάντα πολύ πρωί. Έφτιαχνε καφέ ελληνικό με λίγο γάλα και βουτούσε παξιμαδάκι μουσκεμένο. Ραχάτευε για λίγο, ίσα που να καθοδηγήσει τον συμβίο της στις δουλειές που είχε να κάνει και μετά καταπιανόταν με το σπίτι. Αφού τον έδιωχνε από τα πόδια της με ρητή εντολή να τελειώσει πρώτα όλες τις εξωτερικές δουλειές και μετά να πάει στο καφενείο, του τόνιζε πως δεν τον ήθελε πίσω στο σπίτι πριν τις δύο το μεσημέρι. Έφτιαχνε τα καλύτερα κεφτεδάκια της Αθήνας. Πράγμα διαπιστωμένο όχι αστεία. Τα σέρβιρε με βραστά λαχανικά, πασπαλισμένα με πιπεράκι και μπόλικο αλάτι, ανακατεμένα με λεμόνι και λάδι. Τα γλυκά της ήταν επίσης εξαιρετικά. Εκείνο το μωσαϊκό τυλιγμένο με το αλουμινόχαρτο στην κατάψυξη ήταν σκέτη πρόκληση για τους πιτσιρικάδες. Ειδικά κάτι βράδια που οι γονείς έλειπαν και οι παππούδες έκαναν φύλαξη μετά δημοσίων θεαμάτων. Όπου θεάματα, ελληνικές σειρές του '90, προβολή πλήρους οθόνης και μπαλκόνι πρώτου. Η γιαγιά το τσίμπαγε λίγο στο κονιάκ το μωσαϊκό. Αυτό άρεσε πολύ στην μικρή. Είχε την ψευδαίσθηση ότι μεθούσε κιόλας και λιγωμένη από την σοκολάτα κούρνιαζε στην αγκαλιά του παππού και αποκοιμιόταν. Ο μικρός ήταν πιο αυτόνομος. Έπαιρνε το μαξιλάρι του κι όπου έβρισκε άδειο καναπέ ή κρεββάτι έστηνε τσαρδάκι για έναν και καληνύχτα πριν προλάβει καλά καλά να απλώσει την αρίδα του. Ο παππούς αφού σιγουρευόταν ότι η εγγόνα κοιμήθηκε την έπαιρνε αγκαλιά και την ξάπλωνε στον καναπέ που βρισκόταν στο χωλάκι. Την σκέπαζε, την σταύρωνε κι έσβηνε το φως. Τη νύχτα τρία πράγματα χαλούσαν την ησυχία του σπιτιού και συνεπώς την υπερευαίσθητη φύση του κοριτσιού σε παντός είδος ερεθίσματα. Το ένα ήταν το μηχάνημα της γιαγιάς που όταν έμπαινε στην πρίζα, έμοιαζε με κατσαρόλα που σιγοβράζει αυγά. Το άλλο ήταν το ροχαλητό του παππού, συνδυασμένο με βήχα. Ξύπναγε τότε η γιαγιά, τον έψελνε λίγο που μεγάλωσε κι ακόμα καπνίζει, τον γυρνούσε πλευρό με σκουντήματα και παροτρύνσεις και ξανά κοιμόταν. Για την μικρή που ύπνος. Σκεφτόταν που να είναι οι γονείς τέτοια ώρα, έβλεπε και κάτι σκιές στους τοίχους, που σχηματίζονταν από το ημίφως και το μάτι άνοιγε σαν γαρίδα. Τότε ήταν που άρχιζε τα Πάτερ ημών ή ότι θυμόταν από την προσευχή του σχολείου, κοίταζε και ξανά κοίταζε κάτω από τον καναπέ μην έχει κρυφτεί τίποτα και κρατούσε το κατούρημα, που πάντα -πως γίνεται- έρχεται την πιο ακατάλληλη ώρα. Αφού έκανε θάρρος, σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών και πήγαινε στην τουαλέτα. Ούτε χέρια ούτε τίποτα. Για τέτοια ήμασταν τώρα; Γυρνούσε στο κρεββάτι και με ένα σάλτο κουκουλωνόταν μέχρι τα αυτιά. Αυτό που σκεφτόταν ήταν μη τυχόν και σωθεί το λάδι στο καντήλι και χαθεί κι αυτό το λίγο φως. Κάθε φορά που έφτανε το λάδι να τσιτσιρίσει καταλάβαινε ότι το φως δεν είχε άλλο χρόνο ζωής. Έκλεινε τα μάτια της σφιχτά και υποσχόταν να μην τα ανοίξει μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Έτσι και γινόταν. Μετρούσε πρόβατα, βοσκούς, έδιωχνε φόβους και σκέψεις και αποκοιμιόταν. Σαν αυτό το τσιρ τσιρ να την άγχωνε για τον χρόνο που λιγόστευε αλλά να την καθησύχαζε κιόλας. Σαν να την νανούριζε πριν σβήσει εντελώς. Μόνο που πρωί το καντήλι έκαιγε ακόμα. Info tip: Το όνομα της ήταν Λουλούκα και τον συμβίο της τον έλεγαν Γιώργο. 'Έζησαν μια ευτυχισμένη ζωή. Στον πατέρα Χαράλαμπο Παπαδόπουλο που μου θύμισε το καντήλι της γιαγιά μου.

1 σχόλιο:

  1. ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΘΥΜΑΣΑΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΤΙΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙΣ, ΥΠΕΡΟΧΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΕ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ

    ΑπάντησηΔιαγραφή