Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

I believe in you

Ψηλός, αρρενωπός, ομορφάντρας. Στα χέρια του είχαν μελώσει καν και καν. Στα πόδια του είχαν παρακαλέσει άλλες τόσες. Είχε λαχταρήσει όλες τις μανάδες τις περιοχής με τα μπλεξίματα που είχε με τις κόρες τους και είχε παίξει κλέφτες και αστυνόμους με τους μισούς και πλέον πατεράδες των παραδίπλα γειτονιών ουκ ολίγες φορές. Ζωηρό παιδί μα φιλότιμο. Απο μικρός ειπε καταπιαστεί με ένα σωρό δουλειές. Πρώτα στο τυπογραφείο του θειού του, μετά γκαρσονάκι στο τσιπουράδικο της γωνίας και αργότερα παιδί για τα θελήματα στο επιπλάδικο ενος φίλου του πατέρα του. Στο τελευταίο είχε και τα τυχερά του αφού οι φορτωμένες πελάτισσες του καταστήματος τον έβλεπαν σαν ξερολούκουμο. Έπειτα ασχολήθηκε ένα φεγγάρι με τις ασφάλειες ζωής. Όταν έβαζε εκείνο το κοστούμι και έδενε την γραβάτα του σφιχτά, έτσι που να ζουλάει το περήφανο μήλο του -εμφανές σημάδι της αρσενικής του κυριαρχίας- ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, κάτω από τις προτροπές των ξελιγωμένων συζύγων τους, στο τέλος ασφαλίζονταν. Δούλευε και σπούδαζε. Όταν πια πήρε το πτυχίο του στο πατρικό του έγινε λαϊκό προσκύνημα. Κερνούσε ο πατέρας του φίλους και συγγενείς. Φώναζε η μάνα του γείτονες και περαστικούς να τους φιλέψει μπακλαβά πολίτικο και δίπλες φρεσκοψημένες. Καμάρωνε εκείνος την επιτυχία του σαν γύφτικο σκερπάνι. Λίγο το πολιτικό μέσον, λίγο η τύχη και τ' άστρο που λένε, δεν άργησε να έρθει κι η θέση στο δημόσιο σαν επισφράγισμα των κόπων τόσων χρόνων. Ήταν πια ένας περιζήτητος γαμπρός στους μικροαστικούς κύκλους και ένας επιφανής πολίτης με μόνιμο μισθό μήνα έμπαινε μηνα έβγαινε. Συνεπής σοσιαλιστής, ανέμιζε την σημαιούλα του κάτω από τα μπαλκόνια και επευφημούσε την ζωή του που μόλις ξεκινούσε. Ήταν μια γυναίκα μόνη. Λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της κάθε που ερχόταν η ημέρα να κάνει τα ψώνια της εβδομάδας ξεκινούσε από τα εφτά ξημερώματα για να φτάσει τελικά δώδεκα η ώρα καλό μεσημέρι να κάνει τις αγορές της. Φορούσε τα Κυριακάτικα της, ξεσήκωνε το μπαστούνι της, έπαιρνε το δίχτυ της -έτσι το 'ξερε από πάντα- και κατηφόριζε την Αλίμου. Μικροκαμωμένη και λευκή έμοιαζε από μακρυά σαν μια καφέ κουκίδα μα ήταν αυτά τα ακριβή σερνάμενα βήματα της που την έκαναν σημαντική. Κάτι μαγικό γινόταν εκείνη την ώρα. Η γιαγιά είχε συγχρονιστεί άψογα με τις λάμπες και κάθε που πλησίαζε μια κολώνα εκείνη έστελνε σήμα πάνω κι έσβηνε το φως. Σαν να καλωσόριζε η ηλικιωμένη κυρία την ημέρα εξ ονόματος όλων ή σαν να επιβεβαίωνε μ' αυτόν τον τρόπο την παράταση της στην ζωή. Μια μοναχική ζωή ωστόσο αφού ο άντρας της είχε συγχωρεθεί εδώ και είκοσι χρόνια. Παιδιά σκυλιά δεν το μπόρεσαν μα αγαπήθηκαν πολύ. Αυτό θυμόταν κάθε που την έπαιρνε η κατηφόρα και βάσταγε τον ποδαρόδρομο. Πότε πότε σαν ο καιρός της το επέτρεπε έκλεινε τα μάτια κι αφουγκραζόταν τον αέρα. Ξέκλεβε τότε λίγη δροσιά και γινόταν πάλι είκοσι χρονών σαν η ζωή να 'ταν μπροστά της. Αυτά σκεφτόταν εκείνο το πρωί του Οκτώβρη. Ο αέρας έφερνε βροχή στα ρουθούνια της μα δεν ανησυχούσε μη βραχεί. Για λίγα πια ανησυχούσε ούτως ή άλλως. Μα πιο πολύ να μην ξεχάσει. Περπατούσε κι ένιωθε πιο κοριτσάκι από ποτέ. Πασπάτευε μια μελωδία με το κεφάλι της μαέστρο να πηγαίνει πότε αριστερά και πότε δεξιά. Είχε λιγουρευτεί από βραδύς παστουρμά και ανυπομονούσε να φτάσει στα μαγαζιά μια ώρα αρχύτερα. Ο άντρας ήταν πια μεσήλικας. Με μαλλιά ψαρά και περηφάνια στραπατσαρισμένη. Τα σημαιάκια του τον είχαν εγκαταλείψει κάπου εκεί ανάμεσα στις αρχές της χιλιετίας και στο σπίτι του που βγήκε σε πλειστηριασμό ένα απόγευμα στη Σίνα. Η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά είχαν μετακομίσει στα πεθερικά και το καλό του αμάξι είχε αντικατασταθεί από έναν σκαραβαίο της κακιάς ώρας. Στην γκαρσονιέρα του συνήθως δεν δεχόταν κανέναν εκτός ίσως που και που καμιά καλή φίλη που έβρισκε από τα παλιά μέσω facebook. Η θεσούλα του δεν ήταν εν τέλει και τόσο μόνιμη. Μόλις άλλαξαν τα πράγματα αντικαταστάθηκε από άλλο κύριο που κρατούσε άλλη σημαιούλα άλλου χρώματος. Άρχισε να καταπιάνεται με τις δουλειές του ποδαριού που ήξερε από παλιά για να βγάζει το χαρτζιλίκι του και να περιμένει ατέλειωτες ώρες στις ουρές για κάποιο επίδομα. Εκείνο το πρωί το σπίτι δεν τον κράταγε. Οι τοίχοι του φαίνονταν επικύνδινα κοντά του και το κρεββάτι του σαν να 'χε καρφιά. Έβαλε το παντελόνι του -παρέμενε γοητευτικός ο άτιμος σε κάθε του κίνηση- και έστριψε ένα τσιγάρο. Η Αλίμου τέτοια ώρα είναι όνειρο. Θα την διέσχιζε μέχρι να φτάσει στην παραλία και εκεί επιτέλους θα ανέπνεε καθαρό αέρα. Βγήκε στην εξώπορτα και σήκωσε το γιακά του. Μύριζε βροχή. Άρχισε να περπατάει και να απολαμβάνει την μυρωδιά από το νοτισμένο χώμα. Οι σκέψεις του μπερδεμένες. Τις πιο πολλές τις συνόδευε η λέξη αποτυχία. Το στόμα του πικρό. Πολλές φορές τον τελευταίο καιρό είχε απελπιστεί. Το σφίξιμο το είχε νιώσει. Ξυπνούσε αχάραγα και ένιωθε ένα πιάνο ακουμπισμένο στο στήθος του. Φοβόταν. Τα πουλιά είχαν αρχίσει κιόλας το κελάηδισμα. Ξημέρωνε. Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και παρακάλεσε για ένα σημάδι. Τα μάτια του θόλωσαν και από τον πανικό του να μη δει κανείς ότι κλαίει τα έστρεψε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Μα ποιος ευλογημένος θα ήταν ξύπνιος εκείνη την ώρα για να τον δει δεν το σκέφτηκε. Μια γιαγιά πέρα από τον δρόμο έσερνε τα πόδια της και τραγουδούσε χαμογελώντας. Στο πέρασμα της έσβηνε το τεχνητό φως από τις λάμπες και φώτιζε πρωινά ο ήλιος. Φαινόταν τόσο χαρούμενη που τα μάτια του συγκινημένα άρχισαν να τρέχουν πάλι. Αυτή την φορά δεν τα συγκράτησε. Έβλεπε μια γυναίκα που χαιρόταν για την ημέρα που της δόθηκε και προχωρούσε. Ένας Θεός ξέρει για που αλλά προχωρούσε. Εκείνος σηκωνόταν κάθε πρωί και μετρούσε τις αποτυχίες του. Ξεσήκωνε όλες τις στιγμές που θα μπορούσε να τα 'χε κάνει όλα αλλιώς και τιμωρούσε τον εαυτό του. Δυστυχούσε ημέρες όταν απέναντι του ένας άνθρωπος στην Δύση του χαιρόταν για την Ανατολή. Ούτε που κατάλαβε πως διέσχισε τον δρόμο, πήδηξε την διαχωριστική λωρίδα και βρέθηκε μπροστά της. Η γυναίκα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με τα μεγάλα ελαφίσια μάτια της σαν να τον περίμενε. Έβγαλε από το μανίκι της ένα μαντήλι φρεσκοπλυμένο και του σκούπισε τα μάτια. Του τακτοποίησε τα μαλλιά και τον χάιδεψε στο μέτωπο. Ύστερα του έδωσε το χέρι της σαν να 'θελε να την συνοδέψει. Ο παστουρμάς θα έμενε για λίγο εκρεμμότητα. Σήμερα μετά από χρόνια θα έβλεπε την θάλασσα και θα έπινε βαρύ γλυκό μπροστά στα κύματα. Info tip: Μερικές φορές οι άλλοι δεν είναι η κόλαση μας αλλά ο παράδεισος εντός μας. Αγαπάμε αλλήλους παίδες ως εαυτόν.

1 σχόλιο:

  1. είναι πάρα πολύ όμορφο κείμενο και κατάφερε να με μεταφέρει σε μια άλλη πιο όμορφη & αγαπημένη εποχή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή