Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Η λίμνη του Παραδείσου

Αυτή είναι η ιστορία ενός μικρού, πολύ μικρού για την ακρίβεια, κόκκου άμμου, ο οποίος γεννήθηκε πριν πολλά χρόνια ύστερα από μια τεράστια ηφαιστειακή έκρηξη. Το προγονικό βουνό βρισκόταν στα σύνορα μεταξύ Κίνας και Βόρειας Κορέας κι ήταν ένα βουνό, που δεν επιθυμούσε να καταπατείται αλλά ήθελε να κολυμπιέται. Ήθελε δηλαδή να είναι νερό αντί για πετρώματα, υγρό, ποτιστικό, δροσιστικό για τους ταξιδιώτες κι ελπιδοφόρο για τους ποιητές. Τα διπλανά βουνά άκουγαν τα κλαψουρίσματά του τα βράδια και το κορόιδευαν "δεν μπορείς να γίνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι" του έλεγαν. Σύντομα τα νέα ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο και το βουνό που ήθελε να γίνει νερό, το μόνο που κατάφερε ήταν να γίνει ο περίγελος μεταξύ των όμοιων του. Πουλιά του έφερναν τα μηνύματα από τα άλλα βουνά. Ψεύτικες υποσχέσεις ότι τάχα βρέθηκε μια καινούργια συνταγή, που άμα την πιει θα λιώσει και θα γίνει θάλασσα κι ωκεανός μαζί. Περίμενε υπομονετικά. Άλλοι πάλι, οι πιο σοφοί, έλεγαν στο βουνό να μην περιμένει άδικα, η φύση του καθενός δεν αλλάζει κι η μοίρα είναι προγεγραμμένη. Μα ποιος ορίζει την φύση του καθενός; Τι κι αν το πουλί πετάει και φέρνει μηνύματα; Το βουνό είχε δει καρδιές ανθρώπων να πετάνε πιο ψηλά από τα πουλιά και να φτάνουν μέχρι την κορυφή του για ν 'αγναντέψουν την ελευθερία. Μετά από καιρό το είχε καταλάβει πια για τα καλά. Μπορούσε να γίνει νερό αλλά δεν ήξερε πως. Δεν άργησε να το μάθει. Κάποτε έφθασε στις ράχες του ένα μικρό πουλί από το χωριό Νονγκάνγκ, που λένε ότι φέρνει τύχη σε όποιον το απαντήσει. Τουλάχιστον οι χωρικοί του Νονγκάνγκ θα το μάθαιναν καλά αυτό μετά από χρόνια, φτιάχνοντας ένα τεράστιο Εθνικό Πάρκο, που θα φιλοξενούσε αυτά κι άλλα πολλά πτηνά, φέρνοντας τους εκατομμύρια τουρίστες μαζί και τα λεφτά τους στο χωριό τους. Το μικρό πουλί έφερνε είδηση στο βουνό. Τα άλλα βουνά μην μπορώντας άλλο να πηγαίνουν με τα νερά του βουνού, που ήθελε να γίνει νερό είχαν αποφασίσανε πως αν δεν αλλάξει συμπεριφορά θα το απέκλειαν από την κατηγορία τους. Δεν θα μπορούσε να λέγεται πια βουνό. Θα διαγραφόταν από τις λίστες των βουνών, τους χάρτες και τα βιβλία της γεωγραφίας. Αυτό ήταν. Το προγονικό βουνό ένιωσε τα θεμέλια του να τρέμουν από την αδικία. Όλο το σώμα του φωτιά, έβραζε από θυμό. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί που αποφάσιζαν για το ποιος είναι, τι μπορεί να κάνει και μέχρι που μπορεί να φτάσει. Ήταν περήφανος που ήταν βουνό. Είχε δείξει τον κόσμο σε τόσους ανθρώπους από τα πιο ψηλά του. Στις πλαγιές του κατοικούσαν ζώα, που έβρισκαν ζεστασιά και θαλπωρή τον χειμώνα και σκιά και δροσιά το καλοκαίρι κάτω από τα δέντρα του. Είχε προσφέρει τα ίδια αν όχι και πιο πολλά κι είχε μάθει ν' αγαπάει ότι περαστικό μοιράζονταν τον αέρα μαζί του. Τώρα; Ερχόντουσαν αυτοί να του πουν ότι δεν είναι αρκετός, απλά και μόνο επειδή δεν ήθελε να γδέρνει με τις πέτρες τους τα πόδια που τον πατούσαν; Επειδή η καρδιά του είχε πλημμυρίσει ευωδιές κι αισθήματα κι ένιωθε τα δάκρυά του να ενώνονται με αυτά των ανθρώπων; Επειδή ήθελε να γνωρίσει τα ψάρια, που ποτέ δεν είχε δει στην ζωή του και να τους δώσει σπίτι στην τρεχούμενη αγκαλιά του; Γέμισε οργή και για πρώτη φορά στην ζωή του δεν λογάριασε τίποτα και κανέναν πέρα από αυτό, που έκαιγε τα σωθικά του. Ένα ουρλιαχτό κι ύστερα ξεχύθηκε καυτή λάβα. Τα ζώα όλα άρχισαν να κρύβονται μέσα σε σπηλιές και λαγούμια ενώ κάποια δέντρα θυσιάστηκαν για το βουνό, που πολύ αγαπούσαν. Γνώριζαν πως μετά την τεράστια αυτή έκρηξη, το βουνό θα αποκτούσε ότι πάντα επιθυμούσε. Όλα τα υπόγεια νερά ανέβηκαν στην κορυφή, το χιόνι που έλιωνε κάθε άνοιξη επίσης κι οι ουρανοί άνοιξαν και γέμισαν μετά από λίγο την καλδέρα του βουνού Πέκτου, που τώρα πια είχε κι όνομα και μια λίμνη στην αγκαλιά του. Ότι επιθυμούσε μια ζωή το έκρυβε μέσα στα δικά του σπλάχνα. Ότι ονειρευόταν να γίνει, ήταν ήδη. Ζήτησε συγνώμη από τα καμένα δέντρα, έβγαλε από τις κρυψώνες τους τα τρομοκρατημένα ζώα και για τα επόμενα χρόνια φρόντισε να έχει ζεστή την καρδιά του και την λίμνη του για να μπαινοβγαίνουν οι επισκέπτες όποτε τους έκανε κέφι. Όσο για τους δύσκολους χειμώνες, η λίμνη μόνο φαινομενικά πάγωνε. Στα ενδότερα κρατούσε την ευγνωμοσύνη για όσα είχε αποκτήσει και πάλι με την άνοιξη κυλούσε στην ζωή με λαχτάρα. Σ' αυτή την ξακουστή λίμνη και σ' αυτό το περήφανο βουνό βρέθηκε να γεννηθεί ο μικρός κόκκος της ιστορίας μας. Μόλις 0,06 χιλιοστά μα έμελλε να ταράξει τα νερά του κόσμου της Ανατολής για δεύτερη φορά λίγα χρόνια αργότερα. Σαν θρύμμα από κάποιο πέτρωμα τον σύστησε η μητέρα του την πρώτη ημέρα στο σχολείο. Πράγματι ήταν ένα θρύμμα, αλλοιωμένο και με καμία πιθανότητα αύξησης του όγκου του. Αυτό δεν τον εμπόδισε ποτέ να είναι σε όλα από τους πρώτους. Στα μαθήματα, στα αθλήματα, στις παρέες ακόμα και στην χορωδία του σχολείου του έδειχνε τέτοια επιμονή, που οι δάσκαλοί του δεν μπορούσαν να μην την επιβραβεύουν. Παρόλα αυτά κάτι του έλειπε. Ήξερε τον κόσμο που ζούσε για θαυμαστό αλλά σαν από διαίσθηση πίστευε ότι πέρα από τον βράχο του, πέρα από την όχθη, πέρα από την λίμνη, πέρα κι από το ίδιο το βουνό υπήρχε ένας άλλος κόσμος, που τον περίμενε να τον εξερευνήσει. Έτσι μεγάλωνε όπως μεγαλώνουν όλοι οι μεγάλοι εξερευνητές, κάνοντας άπειρες ερωτήσεις. Γιατί το ένα, γιατί το άλλο, όλο γιατί. "Γιατί τα σύννεφα κινούνται ενώ το βουνό μας όχι;" ρωτούσε την μαμά του. "Γιατί τον χειμώνα παγώνει η λίμνη κι όχι εμείς;" ρωτούσε τον μπαμπά του. "Γιατί η λίμνη είναι στρογγυλή;" ρώτησε και μια φορά έναν συμμαθητή του. "Πως θα ήθελες να ήταν, τετράγωνη;" του αποκρίθηκε εκείνος γελώντας και δαγκώνοντας με μανία το κολατσιό του. "Η λίμνη είναι στρογγυλή, γιατί δεν είναι ποτάμι να ρέει και να περνάει ανάμεσα από βουνά και πεδιάδες μέχρι να καταλήξει στην θάλασσα και στον ωκεανό" του φώναξε ένα πουλί, που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα από εκεί. "Τι είναι θάλασσα;" ρώτησε ο κόκκος. "Δεν ξέρεις τι είναι θάλασσα; Που ζεις;" του είπε γελώντας. "Εδώ" απάντησε ο κόκκος και τον κοίταξε απορημένος. "Δεν εννοώ ποιο είναι το μέρος κατοικίας σου, εννοώ σε ποιον κόσμο ζεις, που νομίζεις ότι όλη κι όλη η ζωή κρύβεται σ΄αυτό εδώ το βουνό, που σαν αυτό υπάρχουν χιλιάδες, όπως υπάρχουν και χιλιάδες θάλασσες, που γίνονται ωκεανοί κι είναι σαν μεγάλες λίμνες μόνο που δεν είναι στρογγυλές, γιατί είναι απέραντες και δεν έχουν ούτε τέλος ούτε αρχή, άντε γεια τώρα" του φώναξε και πέταξε σφυρίζοντας ανέμελα ενώ είχε αρπάξει μια μπουκιά από το κολατσιό του άλλου παιδιού. Ο κόκκος τα έχασε. Ήξερε ότι υπήρχε κάτι άλλο εκεί έξω αλλά δεν περίμενε ότι θα ήταν τόσο συναρπαστικό. Άρχισε να πλάθει με την φαντασία του διάφορες εικόνες για την θάλασσα και τον ωκεανό. Έβαζε χρώματα και κολυμπούσε μέσα τους μαζί τους. Για τα επόμενα χρόνια έγινε σκοπός της ζωής του να ταξιδέψει σε όλα τα ποτάμια, τις θάλασσες και τους ωκεανούς που υπήρχαν. Να γευτεί, να μυρίσει, ν' ακούσει όλα τα διαφορετικά του κόσμου, θαλάσσιου και μη και στο τέλος να βρει την πιο όμορφη θάλασσα, τον πιο όμορφο ωκεανό και να μείνει για πάντα εκεί. Είναι όμως στην μοίρα των πλασμάτων να προβάλλουν πρώτα το δεν και μετά το όνειρο. Άκουσε χλευασμούς, δέχτηκε επιθέσεις και κάθε φορά που έφτιαχνε ένα ενδεχόμενο όχημα που θα τον μετέφερε στα πέρατα των θαλασσών εκείνο κατέληγε είτε λόγω δολιοφθοράς είτε λόγω δικού του λάθους να εκρήγνυται και να σκάει στον αέρα σαν μια χούφτα ροδοπέταλα. Το χειρότερο ήταν οι συναισθηματικοί εκβιασμοί από τους γονείς και τους παππούδες του. Ήταν προορισμένος να απλωθεί στην αριστερή όχθη της λίμνης μέχρι να διαβρωθεί εντελώς και να πεθάνει. Ποιος ήταν που νόμιζε μια σταλιά κόκκος ότι μπορούσε να κατακτήσει τον κόσμο; Είχε μεγαλώσει αρκετά, είχε τελειώσει το σχολείο και δούλευε στην μεταφορά των κόκκων στον διπλανό βράχο. Αν κι αδύνατος, είχε δύναμη για δέκα κόκκους κι έβγαζε την δουλειά. Μόλις σχολούσε, πήγαινε στο εργαστήριό του και ξεκινούσε τα πειράματα μέχρι να τον διαψεύσουν και πάλι από την αρχή. Αυτή ήταν η ζωή του. Δεν το έβαζε κάτω για πολύ καιρό. Σιγά σιγά όμως άρχισε να ξεχνιέται. Έκανε παρέες, άρχισε να βγαίνει, δούλευε υπερωρίες για να καλύψει τις αυξανόμενες υποχρεώσεις. Πήγαινε στο εργαστήρι του όλο και πιο σπάνια μέχρι που κάποια στιγμή ο χώρος, που άλλοτε ήταν κέντρο δοκιμών, γέμισε αράχνες και σκόνη. Πέρασε ένα μακρύ διάστημα, που δεν του έλειπε το όνειρό του. Ήταν καλά. Ήταν ικανοποιημένος. Για κόκκος μόλις 0,06 χιλιοστά τα είχε καταφέρει περίφημα. Ένα βράδυ, γυρνούσε από μια συνάθροιση παλιών συμμαθητών, όταν θέλησε να πιει λίγο νερό από την λίμνη για να συνέλθει, είχε πιει πολλά ποτά νωρίτερα κατά την έξοδό του. κατηφόρισε τον βράχο και πλησίασε το νερό. Έσκυψε να πιει και τότε αντίκρυσε τον καχεκτικό εαυτό του, που έσκυβε να πιει νερό με φόντο τον ξάστερο ουρανό. Αυτός δεν ήταν ο ουρανός που ΄χε γεμίσει με νερό αυτή την λίμνη; Η λίμνη αυτή πριν δεν ήταν ένα ξερό βουνό; Θυμήθηκε τις ιστορίες της γιαγιάς του για το βουνό Πέκτου. Τώρα πια ήταν κι αυτός ένας ξερός και μόνος κόκκος. Ξερός και μόνος γιατί δεν είχε πια το όνειρο. Όμως όσα αμέτρητα είναι τα αστέρια έτσι αμέτρητα είναι και τα όνειρα και τόσο αμέτρητοι είναι οι τρόποι για να τα κάνεις πράξη. Ένα φύλλο ήρθε και στάθηκε δίπλα του και τώρα πια είχε δυο επιλογές. Ή να σκύψει το κεφάλι και να πιει νερό από την λίμνη ή να πηδήξει πάνω στο φύλλο και να γευτεί το νερό από μια θάλασσα ή από έναν ωκεανό. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί για πολύ. Έδωσε έναν σάλτο και βρέθηκε πάνω στο φύλλο. Φύσηξε ένα αεράκι κι ο κόκκος άρχισε να ταξιδεύει. Βλέποντας τον το βουνό τότε ν' απομακρύνεται έστρεψε το βλέμμα το ψηλά στον ουρανό. Κοίταξε τ' αμέτρητα αστέρια κι ευχαρίστησε τον Θεό εκ μέρους των τολμηρών, των ταξιδευτών και των ονειροπόλων. Κάπου αλλού, σε κάποιον άλλο πλανήτη, σε κάποιο άλλο γαλαξία, κάποιος άλλος θα ξεκινούσε το ταξίδι του το αμέσως επόμενο λεπτό. Info tip: Το βουνό Πέκτου κι η λίμνη υπάρχουν στην πραγματικότητα. Η λίμνη λέγεται λίμνη του Παραδείσου. Πιο συγκεκριμένα η λίμνη του Παραδείσου (Κορεατικά: 천지, Ch'ŏnji ή Cheonji· Κινεζικά: 天池, Tiānchí· Μαντσού: Tamun omo ή Tamun juce) είναι ηφαιστειακή λίμνη στα σύνορα μεταξύ Κίνας και Βόρειας Κορέας. Βρίσκεται μέσα σε μια καλδέρα στην κορυφή του ηφαιστειογενές βουνού Πέκτου, τμήματος της οροσειράς Μπεκντουντέγκαν και της οροσειράς Τσάνγκμπαϊ. Βρίσκεται εν μέρει στην επαρχία Γιάνγκανγκ-ντο της Βόρειας Κορέας, στις 42.006°N 128.057°E και εν μέρει στην επαρχία Τζιλίν της βορειοανατολικής Κίνας. Η καλδέρα που περιέχει τη λίμνη του Παραδείσου δημιουργήθηκε από την έκρηξη του βουνού Πέκτου το 946 μ.Χ. Το βουνό κι η λίμνη είναι εκεί και περιμένουν όλους εμάς τους μικρούς κόκκους της άμμου να τα εξερευνήσουμε κι ύστερα να πετάξουμε με το φύλλο μας ψηλά ώσπου να μας χάσουν από τα μάτια τους οι θαρραλέοι άλλοι.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Την έλεγαν Ελευθερία

Το κελί ήταν ακριβώς τρία μέτρα επί τρία. Απομόνωση. Σχεδιασμένο για να νιώθει κανείς ότι τον έχουν βάλει στο κουτί με τα φακελάκια τσαγιού, αχρησιμοποίητο και καλά τυλιγμένο με την διάφανη σκληρή μεμβράνη. Χωρίς ημερομηνία λήξης, χωρίς τιμή πάνω. Ποιος θα μπορούσε να κοστολογήσει την αξία του με ακρίβεια; Οι άνθρωποι συνήθως αρκούνται στην κατά προσέγγιση προσπάθεια κι ήταν αυτή η αιτία, που βρισκόταν τώρα κι η ίδια φυλακισμένη χωρίς καν να έχει μπορέσει να υπερασπιστεί επαρκώς τον εαυτό της. Ετερόφωτη, ανόητα περιπλανημένη, άχρονη και ταυτόχρονα ορισμένη, σε πλαίσια εγκατεστημένα από την ίδια, δεν ήταν περίεργο που τελικά κατέληξε στην υψίστης. Πρώτα υπήρχε μια πόρτα, που σφράγιζε με κλειδαριά κι έπειτα με σύρτη, άφηνε κάποια εκατοστά και μετά άλλη πόρτα με κάγκελα, κλείδωνε με λουκέτο. Ακολουθούσε το κελί. Ένα κρεβάτι στα αριστερά, χτισμένο από τσιμέντο, λεπτό στρώμα, τρύπιο πάνω δεξιά, καμένο στα πόδια, μαξιλάρι, χωρίς μαξιλαροθήκη και κουβέρτα κατοχική, τσόχινη. Δεξιά λεκάνη λευκή, καθρέφτης, νεροχύτης, κουβάς. Αυτά όλα. Παράθυρο πουθενά. Φυλακή. Δεν γνώριζε πια πόσο καιρό ήταν εδώ. Τις λιγότερο αφόρητες στιγμές της, μετρούσε τον χρόνο ανάποδα. Από το τέλος στην αρχή. Θεωρούσε ότι αρχίζοντας να μετράει τον χρόνο προς τα πίσω θα έφτανε στο σημείο εκείνο, που όλα αποτελούσαν μέρος μιας συναρπαστικής περιπέτειας και τίποτα δεν προμήνυε την άσχημη κατάληξη αυτής. Κάποιες ελάχιστες φορές κατάφερνε να συγκεντρώσει εικόνες αρκετές ώστε να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι ελεύθερη ξανά, κρατούσε όμως τόσο λίγο, που με την αμέσως επόμενη αναπνοή ερχόταν η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Ανάσα. Η μόνη σίγουρη λύση στην αποπνιξία είναι η ανάσα. Από εκεί ξεκινούν όλα. Από μια ανάσα. Αν καταφέρει κανείς να πάρει την πρώτη ανάσα κι έπειτα την επόμενη και την επόμενη, έχει ήδη περπατήσει τρία βήματα. Ακόμα και σε ένα κελί τρία επί τρία. Τρία βήματα. Η τελευταία της αναδρομή την γέμισε ψύλλους. Πολύ γρήγορα είχαν εξαπλωθεί παντού, μέχρι τους πνεύμονες, γι' αυτό και δυσκολεύτηκε να πάρει την πρώτη ανάσα. Αφού την πήρε όμως, σηκώθηκε και τίναξε από πάνω της τα σιχαμερά ζωύφια. Έπεσαν όλα στο πάτωμα. Πήρε την δεύτερη ανάσα κι αποφάσισε να τα ξεφορτωθεί. Συγκεντρώθηκε για μερικά δευτερόλεπτα και κάνοντας μια χορευτική κίνηση με τον αντίχειρά της ήταν σίγουρη πια για το σχέδιό της. Στις έξι και τρία ακριβώς, άνοιγε το πορτάκι της πρώτης πόρτας και της σέρβιραν το βραδινό. Η όλη διαδικασία κρατούσε τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα. Θα έπρεπε να έχει φτιάξει μέχρι τότε έναν διάδρομο που θα ξεκινούσε από την πόρτα με το λουκέτο, θα περνούσε τα λίγα εκατοστά, που χωρίζουν τις δύο πόρτες, θα έφτανε στην σιδερένια κι εν τέλει στο πορτάκι. Πάνω σ' αυτόν τον διάδρομο θα είχε τοποθετήσει όλους τους ψύλλους κι όταν θα άνοιγε το πορτάκι για τρία δευτερόλεπτα θα φυσούσε δυνατά για να τους απομακρύνει. Το μόνο, που έμενε να βρει ήταν το υλικό, που θα τοποθετούσε πάνω τους ψύλλους. Θα έπρεπε να είναι κάτι μακρόστενο με τείχη δεξιά κι αριστερά τουλάχιστον είκοσι εκατοστά. Δεν άργησε να βρει την λύση. Οι φθαρμένες λαστιχένιες σαγιονάρες της χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτεί ο διάδρομος. Αφού τις μάσησε για να τις κάνει λωρίδες, έπειτα με το κορδόνι από την φόρμα της άρχισε να τις ενώνει. Όταν ολοκλήρωσε το έργο της, πήρε το ρολό από το χαρτί υγείας, το έκανε κι αυτό λωρίδες και έφτιαξε μια ωραιότατη σκεπή, γιατί δυστυχώς τείχη δεν μπορούσε να φτιάξει, αλλά δεν πειράζει γιατί κι η σκεπή μια χαρά έκανε για να μην τις φεύγουν αριστερά και δεξιά οι ανεπιθύμητοι συγκάτοικοι. Η ώρα ήταν έξι και δύο. Είχε μάθει να υπολογίζει την ώρα του φαγητού, γιατί άκουγε από την άλλη μεριά ν' ανοίγουν ένα ένα τα πορτάκια των συγκρατούμενών της. Το δικό της άνοιγε στις έξι και τρία πρώτα λεπτά άρα το κελί της πρέπει να ήταν το εικοστό στην σειρά. Πότε ήταν είκοσι, αλήθεια; Όχι αναδρομή τώρα. Μόλις είχε συνέλθει. Έπρεπε να μαζέψει όλη της την δύναμη για μια δυνατή ανάσα, την τρίτη. Είχε πάρει θέση γάτας. Καθόταν μπροστά στο δημιούργημά της και περίμενε ν' ανοίξει το πορτάκι. Σαν ύαινα μπροστά από το θήραμα. Δεν ανέπνεε, δεν κουνιόταν, για λίγα δευτερόλεπτα δεν υπήρχε, ήταν αόρατη από τον εχθρό κι ετοιμαζόταν για την επίθεσή της. Ώσπου το πορτάκι άνοιξε κι εκείνη πήρε ανάσα για να φυσήξει όσο πιο δυνατά γινόταν. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και σκούπισε τα μάτια της. Η τελευταία ανάσα την ταρακούνησε για τα καλά. Ένιωθε ξαφνικά σα να βούτηξε το πρόσωπό της μέσα σε νερά ποταμού ή κάτι τέτοιο. Ξύπνησε. Κοιμόταν για ώρες με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι. Για ώρες; Για ημέρες, μήνες, ίσως πάντα. Από που ξεκινάει το πάντα και που τελειώνει; Όχι βύθισμα πάλι. Αέρα, φρέσκο δροσερό αέρα. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Φίλη της από πάντα. Να το πάντα πάλι. Ψιθυρίζει την λέξη. Πιο πολύ για ν' ακούσει την φωνή της. Τρυφερή, απαλή, είκοσι χρονών. Ο αέρας στέκεται πάνω της. Κάθεται στους ώμους της σαν μανδύας. Θριαμβευτής και προστάτης της νιότης ίσως, της γνώσης σίγουρα, αυτής που συμβαίνει ερήμην μας. Μερικά καρφιά δεν πληγώνουν. Νιώθει τα καρφιά του αέρα στα μάγουλά της. Είναι αυτά, που μας επιβεβαιώνουν ότι είμαστε ζωντανοί. Κλείνει τα μάτια της. Η καρδιά ακόμα εκεί, ρυθμική κι επίμονη. Χτυπάει.

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Το δάκρυ που ευτύχησε

Υπάρχει μια τρύπα στη γη. Πολύ μικρή. Ίσα που να μπορέσει να χωρέσει ένα τόσο δα μικρό δάκρυ. Τα χρόνια δεν την λάσπωσαν. Ούτε οι βροχές που σχημάτιζαν παραδίπλα ποταμάκια για να παίζουν τα παιδιά πειρατές. Υπάρχει μια τρύπα στη γη μικρή όσο ένα δάκρυ. Όλοι δικαιούνται από μια τέτοια τρύπα. Άλλου του έλαχε να την έχει φυλαγμένη στην αυλή του σπιτιού του. Άλλου πάλι κρυμμένη βαθιά μέσα στο δάσος. Υπάρχουν και κάποιοι που δεν πρόλαβαν να την βρουν. Υπάρχει όμως και περιμένει αυτό το ένα δάκρυ. Τα χέρια της ήταν βελούδινα θαρρείς και δεν είχε πιάσει στην ζωή της, όχι σφουγγαρόπανο, μα ούτε και μαντήλι βαμβακερό τις μεγάλες ζέστες, να σκουπίσει έτσι δα τον ιδρώτα από το μέτωπο της. Μήπως και ίδρωνε ποτέ; Ποτέ. Μεταξένια και αέρινη. Τα δάχτυλα της μακριά και άσπρα σαν της χορδές μιας άρπας ή κάτι τέτοιο. Πάντως οι μελωδίες που έπαιζαν κάθε τόσο μάγευαν περαστικούς και μη και έκανε τους πάντες να χορεύουν στον ρυθμό της με ένα μόνο κούνημα του μικρού της δαχτύλου. Ήταν ωραία. Όχι με την ασημαντότητα που προσδίδουμε στην λέξη ωραία όπως όταν λέμε "ωραίος καιρός σήμερα" για να σπάσουμε τον πάγο. Ήταν ωραία ως ένα ακόμα θαύμα της φύσης. Θαυμαστή λοιπόν, και φυσικά αξιοζήλευτη μα ούτε που το ήξερε εκείνο τον καιρό. Κι αργότερα που θα το μάθαινε θα το πλήρωνε ακριβά. Μα για την ώρα της έφτανε να σκάει στο παράθυρο πνιχτά χαμόγελα και να κοιτάζει πέρα από την πόρτα της αυλής το Τσεσμέ που την ταχτάριζε κάθε πρωί στα πόδια του και την παρακαλούσε να βγει να σεργιανίσει στους δρόμους του. Ήταν τότε δεκαεφτά χρονών. Στην βάρκα είχαν στριμωχτεί τριάντα νοματαίοι, μαζί και η γυναίκα -πια- με τα βελούδινα χέρια. Παραμάσχαλα το παιδί ούτε δύο χρονών κι αγκαζέ την μάνα, στην κοιλιά και δεύτερο μωρό. Ο άντρας πρόλαβε κι αυτός να τρυπώσει τελευταία στιγμή με τα γυναικόπαιδα, μαζί με δυο τρεις άλλους τυχερούς και όλοι ταξίδευαν προς Πειραιά και από εκεί ένας Θεός ξέρει που. Σαν βγήκε στα ανοιχτά η βάρκα ο κόσμος πια κάπως ηρέμησε. Τα παιδιά πάψανε να κλαίνε και ξεγελαστήκανε με κάτι πανιά που έφτιαξε η γιαγιά από το μεσοφόρι της για κούκλες και μπάλες. Οι πιο μεγάλες σταυροκοπιόντουσαν που σωθήκανε κι οι άντρες μην μπορώντας να φανερώσουν την ήττα τους αγνάντευαν το πέλαγος ή κουλούριαζαν τις γυναίκες κάτω από το παλτό τους που μύριζε καμένη γη. Σαν να πίστευαν πως προστατεύοντας τις γυναίκες από το κρύο, τις προστάτευαν κι από όλα τα δεινά, τα όσα είχαν προηγηθεί μα και τα μελλούμενα. Ακόμα δεν είχε χειμωνιάσει βέβαια και το κρύο πιο πολύ παγωμάρα από το ξαφνικό ήταν μα κι έτσι εκείνοι είχαν τις αγκαλιές γεμάτες στοργής φιλέματα. Η γυναίκα έστεκε μακριά από τον άντρα της. Τον κοίταζε που και που με την άκρη του ματιού της που έριχνε το βλέμμα του στον πάτο της βάρκας σαν να έψαχνε την τρύπα που θα χωρέσει το ένα και μοναδικό του δάκρυ. Μα αλήθεια, εκείνη το ήξερε πως ότι χώμα χωρούσε τα δάκρυα τους το είχανε αφήσει πίσω. Ήταν μόλις εικοσιδύο χρονών. Σαντορίνη. Καλοκαίρι. Η νέα χιλιετία είχε μπει τον περασμένο χειμώνα θριαμβευτικά στις ζωές όλων και προμήνυε κοσμοϊστορικές εξελίξεις τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Μα αυτό λίγο ένοιαζε ένα κορίτσι ούτε είκοσι χρονών. Ήταν Ιούλης. Ήταν διακοπές. Ήταν ευτυχισμένη. Τα πόδια της εκείνο το βράδυ είχαν βγάλει φτερά και πέταγαν. Καθώς κατέβαινε τα στενά δρομάκια στο Ημεροβίγλι ο νους της έτρεχε πότε στο χωνάκι παγωτό, που θα έλιωνε στο στόμα της με την τελευταία μπουκιά σοκολάτας να ορίζει πάντα άλλη μία μπάλα σαν επιδόρπιο και πότε στις εισαγωγικές εξετάσεις που πέρασε επιτυχώς και αποτελούσαν το εχέγγυο μιας επιτυχημένης ζωής. Το δέρμα της κι αυτό στο χρώμα της σοκολάτας ζωγράφιζε τους ώμους, τις γάμπες και τα στήθια της νεαρής κοπέλας που στην κατηφόρα χόρευαν μαζί της. Τα λουλούδια από το φόρεμα της έβγαιναν από το ύφασμα και πετούσαν μαζί με τα αστέρια. Ήταν ακριβώς τα ίδια αστέρια που κοιτούσαν το προηγούμενο βράδυ μαζί. Εκείνη κι εκείνος. Τα μάγουλα της την έκαψαν στην σκέψη αυτή. Τότε έγινε κάτι που δεν είχε ξανά γίνει ποτέ. Καθώς είχε κατηφορίσει αρκετά, είχε βρεθεί στην μέση ενός ανοιχτού γηπέδου μπάσκετ. Τα φώτα του γηπέδου έκαναν τη νύχτα να φωτίσει ακόμα πιο πολύ. Το κορίτσι στάθηκε σε εκείνη την έρημη γωνιά του κόσμου και ένιωσε σαν να άκουγε όλες τις ευτυχισμένες ανάσες των ανθρώπων μαζί. Σαν από μηχανής ήρθε τότε και εισχώρησε στην μύτη της γιασεμί κι από εκείνη την στιγμή το ήξερε πως τα γιασεμιά για εκείνη θα σημαίνουν ευτυχία. Η υποδοχή που τους επεφύλασσαν στην Αθήνα δεν ήταν και η πιο συγκινητική. Ευτυχώς βρέθηκαν οι φτωχογειτονιές και πήγαν και ταμπουρώθηκαν ομόθρησκοι μα όχι ομόαιμοι. Τους έδωσε και η συμπαθής κυβέρνηση τα προσφυγικά και τίποτες δουλίτσες να έχουν να απασχολούνται οι μελλοντικοί ψηφοφόροι. Η γυναίκα με τα βελούδινα χέρια ήρθε η ώρα να γεννήσει το δεύτερο παιδί. Όλα ήρθαν κατ' ευχήν και η δεύτερη κόρη ζεύτηκε την μοίρα των δικών της και πρωτόκλαψε σε ξένα χώματα που θα γνώριζε για δικά της. Την πρώτη ημέρα και την επόμενη η γυναίκα δεν βγήκε στην αυλή μα κρατήθηκε για λεχώνα να προφυλαχθεί. Σαν άνοιξε τα μάτια της την τρίτη ημέρα θυμήθηκε το σπίτι τους στο Τσεσμέ και τα παράθυρα που έβλεπαν πέρα στον δρόμο. Σκέφτηκε πως κι αν το χώμα δεν ήταν το θρεμμένο τους θα χωρούσε όμως ένα τόσο δα δικό της δάκρυ. Σηκώθηκε από τα σκεπάσματα της, κοίταξε το μωρό της και σκέφτηκε να καλωσορίσει την καινούργια της ζωή ντυμένη στα κόκκινα. Το κόκκινο σημαίνει γρήγορο. Τρεχάτη φόρεσε την καινούργια νυχτικιά της, χτένισε λίγο τα μαλλιά της και άνοιξε το παράθυρο που κοίταζε τον δρόμο. Από αυτό το πρεβάζι λοιπόν θα ονειρεύονταν οι κόρες της όπως κάποτε έκανε κι εκείνη. Το χώμα μύριζε βροχή. Το κόκκινο σήμαινε γρήγορο. Μια γειτόνισσα της είπε καλημέρα με τα μάτια καρφωτά. Δεν πρόλαβε να δακρύσει. Έκλεισε τα παντζούρια βιαστικά. Την άλλη ημέρα η γυναίκα δεν ξανά ξύπνησε. Κακό μάτι είπαν την είδε. Η κόκκινη νυχτικιά ένοχα κρύφτηκε στην ντουλάπα να μην βρουν. Το κορίτσι εκστασιασμένο ξάπλωσε στο τσιμεντένιο άπαν και μύρισε το τώρα. Για ένα, για δύο, για τρία δευτερόλεπτα ή ώρες δεν είχε σημασία. Ήταν αιώνια. Με τα χέρια και τα πόδια της άρχισε να κάνει αγγελάκια. Όταν πια γέμισε αγγέλους τον αέρα, ανακάθισε και τέντωσε τα πόδια της. Άρχισε να τρίβει τους αστραγάλους της και με το σάλιο της να διαγράφει τα γδαρσίματα από τα πετραδάκια στα πόδια και στα χέρια της. Τα χέρια της πάντα ήταν πολύ μαλακά, σαν μωρού παιδιού τα έλεγε η μαμά της. Είχε να μοιάσει άλλωστε. Γενιές πίσω όλες οι γυναίκες από την οικογένεια της είχαν βελούδινα χέρια. Το κορίτσι κοίταξε μια μικρή σχισμή στο τσιμέντο. Μια πολύ μικρή σχισμή, στρογγυλή σαν μια μικρή τρύπα. Τότε σκέφτηκε πως αυτή η τρύπα, σε εκείνη την μεριά του κόσμου,θα μπορούσε να γίνει για πάντα δική της. Θα μπορούσε να χωρέσει μέσα ένα δάκρυ της και να το φυλάξει για πάντα να μην χαθεί. Έτσι θα θυμόταν για πάντα ότι σε ένα σημείο του κόσμου υπάρχει κρυμμένο ένα ευτυχισμένο δικό της δάκρυ. Το κορίτσι έκλαψε, λοιπόν. Στην τρύπα πήγε και σφήνωσε ένα ολοστρόγγυλο αλμυρό δάκρυ. Ύστερα σηκώθηκε και έτρεξε με τα κόκκινα παπούτσια της μακριά.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Το καντηλάκι πάνω στο μάρμαρο

Με τα δάχτυλα της δίπλωνε και ξεδίπλωνε το μαντήλι της. Ακουμπημένο στην πουά ρόμπα της μοσχοβολούσε ακόμα την φρεσκάδα της προχθεσινής μπουγάδας. Πότε μπαινόβγαζε τα πασούμια της και πότε έγλυφε απαλά το κάτω χείλος της. Τις πιο πολλές φορές από αμηχανία μπροστά στα πικάντικα σχόλια ή νέα που μπορεί να άκουγε από την ομήγυρη. Ήταν αδύνατη. Κομψή. Σχεδόν αέρινη. Τα πάντα έλαμπαν στο σπίτι της. Πιο καθαρός νεροχύτης ή μάτι κουζίνας δεν υπήρχε σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων, τουλάχιστον. Είχε δυο μάτια μεγάλα, μαύρα, μόνιμα υγρά. Τα τεράστια γυαλιά της αντί να τα κρύψουν, τα έκαναν ακόμα πιο μεγάλα. Κάθε φορά που μάνταρε καμία κάλτσα έπεφταν μέχρι την άκρη της μύτης της κι εκείνη ανακαθόταν εκνευρισμένη στην καρέκλα της κουζίνας σπρώχνοντας τα προς τα πίσω. Αυτές ήταν οι μόνες φορές που ξεσηκωνόταν το θυμικό της. Τα περισσότερα βράδια το άφηνε να κοιμάται ήσυχα δίπλα στον επί πενήντα χρόνια σύζυγο και προστάτη της. Ή μπορεί πότε πότε να το χαρχάλευε όταν έξυνε τις αναμνήσεις της. Όταν θυμόταν τον πρώτο της έρωτα ή όταν δεν μπορούσε να ξεχάσει τι είχε περάσει από την πεθερά της. Υπόσχεση μπροστά στα εικονίσματα είχε δώσει, όταν θα γινόταν η ίδια πεθερά, την νύφη να μην μαλώσει ποτέ. Πράγμα που κράτησε κι η μάνα στα χέρια της ευτύχησε. Τους χώριζε μια μεσοτοιχία μα στην αλήθεια δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν από τα πρώτα της γνωριμίας τους. Ούτε καν τον μοναχογιό που ήταν και μοναχοπαίδι. Λόγω της ασθενικής φύσης της, κληρονομιά από τον μακαρίτη τον πατέρα της, η γιαγιά νόσησε πολύ νέα. Συνήθιζε λοιπόν, να παίρνει μαζί της και την ουρά της όπου πήγαινε, ένα σωληνάκι που οδηγούσε στο μηχάνημα παραγωγής οξυγόνου. Είχε γίνει ένα πια με την ίδια κι ο κόσμος όταν την έφερνε στο νου του, την μνημόνευε αγκαζέ με τον κολαούζο της. Αυτό δεν την εμπόδισε ποτέ παρά μονάχα στα τελευταία της. Σηκωνόταν πάντα πολύ πρωί. Έφτιαχνε καφέ ελληνικό με λίγο γάλα και βουτούσε παξιμαδάκι μουσκεμένο. Ραχάτευε για λίγο, ίσα που να καθοδηγήσει τον συμβίο της στις δουλειές που είχε να κάνει και μετά καταπιανόταν με το σπίτι. Αφού τον έδιωχνε από τα πόδια της με ρητή εντολή να τελειώσει πρώτα όλες τις εξωτερικές δουλειές και μετά να πάει στο καφενείο, του τόνιζε πως δεν τον ήθελε πίσω στο σπίτι πριν τις δύο το μεσημέρι. Έφτιαχνε τα καλύτερα κεφτεδάκια της Αθήνας. Πράγμα διαπιστωμένο όχι αστεία. Τα σέρβιρε με βραστά λαχανικά, πασπαλισμένα με πιπεράκι και μπόλικο αλάτι, ανακατεμένα με λεμόνι και λάδι. Τα γλυκά της ήταν επίσης εξαιρετικά. Εκείνο το μωσαϊκό τυλιγμένο με το αλουμινόχαρτο στην κατάψυξη ήταν σκέτη πρόκληση για τους πιτσιρικάδες. Ειδικά κάτι βράδια που οι γονείς έλειπαν και οι παππούδες έκαναν φύλαξη μετά δημοσίων θεαμάτων. Όπου θεάματα, ελληνικές σειρές του '90, προβολή πλήρους οθόνης και μπαλκόνι πρώτου. Η γιαγιά το τσίμπαγε λίγο στο κονιάκ το μωσαϊκό. Αυτό άρεσε πολύ στην μικρή. Είχε την ψευδαίσθηση ότι μεθούσε κιόλας και λιγωμένη από την σοκολάτα κούρνιαζε στην αγκαλιά του παππού και αποκοιμιόταν. Ο μικρός ήταν πιο αυτόνομος. Έπαιρνε το μαξιλάρι του κι όπου έβρισκε άδειο καναπέ ή κρεββάτι έστηνε τσαρδάκι για έναν και καληνύχτα πριν προλάβει καλά καλά να απλώσει την αρίδα του. Ο παππούς αφού σιγουρευόταν ότι η εγγόνα κοιμήθηκε την έπαιρνε αγκαλιά και την ξάπλωνε στον καναπέ που βρισκόταν στο χωλάκι. Την σκέπαζε, την σταύρωνε κι έσβηνε το φως. Τη νύχτα τρία πράγματα χαλούσαν την ησυχία του σπιτιού και συνεπώς την υπερευαίσθητη φύση του κοριτσιού σε παντός είδος ερεθίσματα. Το ένα ήταν το μηχάνημα της γιαγιάς που όταν έμπαινε στην πρίζα, έμοιαζε με κατσαρόλα που σιγοβράζει αυγά. Το άλλο ήταν το ροχαλητό του παππού, συνδυασμένο με βήχα. Ξύπναγε τότε η γιαγιά, τον έψελνε λίγο που μεγάλωσε κι ακόμα καπνίζει, τον γυρνούσε πλευρό με σκουντήματα και παροτρύνσεις και ξανά κοιμόταν. Για την μικρή που ύπνος. Σκεφτόταν που να είναι οι γονείς τέτοια ώρα, έβλεπε και κάτι σκιές στους τοίχους, που σχηματίζονταν από το ημίφως και το μάτι άνοιγε σαν γαρίδα. Τότε ήταν που άρχιζε τα Πάτερ ημών ή ότι θυμόταν από την προσευχή του σχολείου, κοίταζε και ξανά κοίταζε κάτω από τον καναπέ μην έχει κρυφτεί τίποτα και κρατούσε το κατούρημα, που πάντα -πως γίνεται- έρχεται την πιο ακατάλληλη ώρα. Αφού έκανε θάρρος, σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών και πήγαινε στην τουαλέτα. Ούτε χέρια ούτε τίποτα. Για τέτοια ήμασταν τώρα; Γυρνούσε στο κρεββάτι και με ένα σάλτο κουκουλωνόταν μέχρι τα αυτιά. Αυτό που σκεφτόταν ήταν μη τυχόν και σωθεί το λάδι στο καντήλι και χαθεί κι αυτό το λίγο φως. Κάθε φορά που έφτανε το λάδι να τσιτσιρίσει καταλάβαινε ότι το φως δεν είχε άλλο χρόνο ζωής. Έκλεινε τα μάτια της σφιχτά και υποσχόταν να μην τα ανοίξει μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Έτσι και γινόταν. Μετρούσε πρόβατα, βοσκούς, έδιωχνε φόβους και σκέψεις και αποκοιμιόταν. Σαν αυτό το τσιρ τσιρ να την άγχωνε για τον χρόνο που λιγόστευε αλλά να την καθησύχαζε κιόλας. Σαν να την νανούριζε πριν σβήσει εντελώς. Μόνο που πρωί το καντήλι έκαιγε ακόμα. Info tip: Το όνομα της ήταν Λουλούκα και τον συμβίο της τον έλεγαν Γιώργο. 'Έζησαν μια ευτυχισμένη ζωή. Στον πατέρα Χαράλαμπο Παπαδόπουλο που μου θύμισε το καντήλι της γιαγιά μου.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

I believe in you

Ψηλός, αρρενωπός, ομορφάντρας. Στα χέρια του είχαν μελώσει καν και καν. Στα πόδια του είχαν παρακαλέσει άλλες τόσες. Είχε λαχταρήσει όλες τις μανάδες τις περιοχής με τα μπλεξίματα που είχε με τις κόρες τους και είχε παίξει κλέφτες και αστυνόμους με τους μισούς και πλέον πατεράδες των παραδίπλα γειτονιών ουκ ολίγες φορές. Ζωηρό παιδί μα φιλότιμο. Απο μικρός ειπε καταπιαστεί με ένα σωρό δουλειές. Πρώτα στο τυπογραφείο του θειού του, μετά γκαρσονάκι στο τσιπουράδικο της γωνίας και αργότερα παιδί για τα θελήματα στο επιπλάδικο ενος φίλου του πατέρα του. Στο τελευταίο είχε και τα τυχερά του αφού οι φορτωμένες πελάτισσες του καταστήματος τον έβλεπαν σαν ξερολούκουμο. Έπειτα ασχολήθηκε ένα φεγγάρι με τις ασφάλειες ζωής. Όταν έβαζε εκείνο το κοστούμι και έδενε την γραβάτα του σφιχτά, έτσι που να ζουλάει το περήφανο μήλο του -εμφανές σημάδι της αρσενικής του κυριαρχίας- ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, κάτω από τις προτροπές των ξελιγωμένων συζύγων τους, στο τέλος ασφαλίζονταν. Δούλευε και σπούδαζε. Όταν πια πήρε το πτυχίο του στο πατρικό του έγινε λαϊκό προσκύνημα. Κερνούσε ο πατέρας του φίλους και συγγενείς. Φώναζε η μάνα του γείτονες και περαστικούς να τους φιλέψει μπακλαβά πολίτικο και δίπλες φρεσκοψημένες. Καμάρωνε εκείνος την επιτυχία του σαν γύφτικο σκερπάνι. Λίγο το πολιτικό μέσον, λίγο η τύχη και τ' άστρο που λένε, δεν άργησε να έρθει κι η θέση στο δημόσιο σαν επισφράγισμα των κόπων τόσων χρόνων. Ήταν πια ένας περιζήτητος γαμπρός στους μικροαστικούς κύκλους και ένας επιφανής πολίτης με μόνιμο μισθό μήνα έμπαινε μηνα έβγαινε. Συνεπής σοσιαλιστής, ανέμιζε την σημαιούλα του κάτω από τα μπαλκόνια και επευφημούσε την ζωή του που μόλις ξεκινούσε. Ήταν μια γυναίκα μόνη. Λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της κάθε που ερχόταν η ημέρα να κάνει τα ψώνια της εβδομάδας ξεκινούσε από τα εφτά ξημερώματα για να φτάσει τελικά δώδεκα η ώρα καλό μεσημέρι να κάνει τις αγορές της. Φορούσε τα Κυριακάτικα της, ξεσήκωνε το μπαστούνι της, έπαιρνε το δίχτυ της -έτσι το 'ξερε από πάντα- και κατηφόριζε την Αλίμου. Μικροκαμωμένη και λευκή έμοιαζε από μακρυά σαν μια καφέ κουκίδα μα ήταν αυτά τα ακριβή σερνάμενα βήματα της που την έκαναν σημαντική. Κάτι μαγικό γινόταν εκείνη την ώρα. Η γιαγιά είχε συγχρονιστεί άψογα με τις λάμπες και κάθε που πλησίαζε μια κολώνα εκείνη έστελνε σήμα πάνω κι έσβηνε το φως. Σαν να καλωσόριζε η ηλικιωμένη κυρία την ημέρα εξ ονόματος όλων ή σαν να επιβεβαίωνε μ' αυτόν τον τρόπο την παράταση της στην ζωή. Μια μοναχική ζωή ωστόσο αφού ο άντρας της είχε συγχωρεθεί εδώ και είκοσι χρόνια. Παιδιά σκυλιά δεν το μπόρεσαν μα αγαπήθηκαν πολύ. Αυτό θυμόταν κάθε που την έπαιρνε η κατηφόρα και βάσταγε τον ποδαρόδρομο. Πότε πότε σαν ο καιρός της το επέτρεπε έκλεινε τα μάτια κι αφουγκραζόταν τον αέρα. Ξέκλεβε τότε λίγη δροσιά και γινόταν πάλι είκοσι χρονών σαν η ζωή να 'ταν μπροστά της. Αυτά σκεφτόταν εκείνο το πρωί του Οκτώβρη. Ο αέρας έφερνε βροχή στα ρουθούνια της μα δεν ανησυχούσε μη βραχεί. Για λίγα πια ανησυχούσε ούτως ή άλλως. Μα πιο πολύ να μην ξεχάσει. Περπατούσε κι ένιωθε πιο κοριτσάκι από ποτέ. Πασπάτευε μια μελωδία με το κεφάλι της μαέστρο να πηγαίνει πότε αριστερά και πότε δεξιά. Είχε λιγουρευτεί από βραδύς παστουρμά και ανυπομονούσε να φτάσει στα μαγαζιά μια ώρα αρχύτερα. Ο άντρας ήταν πια μεσήλικας. Με μαλλιά ψαρά και περηφάνια στραπατσαρισμένη. Τα σημαιάκια του τον είχαν εγκαταλείψει κάπου εκεί ανάμεσα στις αρχές της χιλιετίας και στο σπίτι του που βγήκε σε πλειστηριασμό ένα απόγευμα στη Σίνα. Η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά είχαν μετακομίσει στα πεθερικά και το καλό του αμάξι είχε αντικατασταθεί από έναν σκαραβαίο της κακιάς ώρας. Στην γκαρσονιέρα του συνήθως δεν δεχόταν κανέναν εκτός ίσως που και που καμιά καλή φίλη που έβρισκε από τα παλιά μέσω facebook. Η θεσούλα του δεν ήταν εν τέλει και τόσο μόνιμη. Μόλις άλλαξαν τα πράγματα αντικαταστάθηκε από άλλο κύριο που κρατούσε άλλη σημαιούλα άλλου χρώματος. Άρχισε να καταπιάνεται με τις δουλειές του ποδαριού που ήξερε από παλιά για να βγάζει το χαρτζιλίκι του και να περιμένει ατέλειωτες ώρες στις ουρές για κάποιο επίδομα. Εκείνο το πρωί το σπίτι δεν τον κράταγε. Οι τοίχοι του φαίνονταν επικύνδινα κοντά του και το κρεββάτι του σαν να 'χε καρφιά. Έβαλε το παντελόνι του -παρέμενε γοητευτικός ο άτιμος σε κάθε του κίνηση- και έστριψε ένα τσιγάρο. Η Αλίμου τέτοια ώρα είναι όνειρο. Θα την διέσχιζε μέχρι να φτάσει στην παραλία και εκεί επιτέλους θα ανέπνεε καθαρό αέρα. Βγήκε στην εξώπορτα και σήκωσε το γιακά του. Μύριζε βροχή. Άρχισε να περπατάει και να απολαμβάνει την μυρωδιά από το νοτισμένο χώμα. Οι σκέψεις του μπερδεμένες. Τις πιο πολλές τις συνόδευε η λέξη αποτυχία. Το στόμα του πικρό. Πολλές φορές τον τελευταίο καιρό είχε απελπιστεί. Το σφίξιμο το είχε νιώσει. Ξυπνούσε αχάραγα και ένιωθε ένα πιάνο ακουμπισμένο στο στήθος του. Φοβόταν. Τα πουλιά είχαν αρχίσει κιόλας το κελάηδισμα. Ξημέρωνε. Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και παρακάλεσε για ένα σημάδι. Τα μάτια του θόλωσαν και από τον πανικό του να μη δει κανείς ότι κλαίει τα έστρεψε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Μα ποιος ευλογημένος θα ήταν ξύπνιος εκείνη την ώρα για να τον δει δεν το σκέφτηκε. Μια γιαγιά πέρα από τον δρόμο έσερνε τα πόδια της και τραγουδούσε χαμογελώντας. Στο πέρασμα της έσβηνε το τεχνητό φως από τις λάμπες και φώτιζε πρωινά ο ήλιος. Φαινόταν τόσο χαρούμενη που τα μάτια του συγκινημένα άρχισαν να τρέχουν πάλι. Αυτή την φορά δεν τα συγκράτησε. Έβλεπε μια γυναίκα που χαιρόταν για την ημέρα που της δόθηκε και προχωρούσε. Ένας Θεός ξέρει για που αλλά προχωρούσε. Εκείνος σηκωνόταν κάθε πρωί και μετρούσε τις αποτυχίες του. Ξεσήκωνε όλες τις στιγμές που θα μπορούσε να τα 'χε κάνει όλα αλλιώς και τιμωρούσε τον εαυτό του. Δυστυχούσε ημέρες όταν απέναντι του ένας άνθρωπος στην Δύση του χαιρόταν για την Ανατολή. Ούτε που κατάλαβε πως διέσχισε τον δρόμο, πήδηξε την διαχωριστική λωρίδα και βρέθηκε μπροστά της. Η γυναίκα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με τα μεγάλα ελαφίσια μάτια της σαν να τον περίμενε. Έβγαλε από το μανίκι της ένα μαντήλι φρεσκοπλυμένο και του σκούπισε τα μάτια. Του τακτοποίησε τα μαλλιά και τον χάιδεψε στο μέτωπο. Ύστερα του έδωσε το χέρι της σαν να 'θελε να την συνοδέψει. Ο παστουρμάς θα έμενε για λίγο εκρεμμότητα. Σήμερα μετά από χρόνια θα έβλεπε την θάλασσα και θα έπινε βαρύ γλυκό μπροστά στα κύματα. Info tip: Μερικές φορές οι άλλοι δεν είναι η κόλαση μας αλλά ο παράδεισος εντός μας. Αγαπάμε αλλήλους παίδες ως εαυτόν.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Αλίκη

   Το γάλα χυμένο πάνω στο τραπέζι. Κανένας δεν νοιάστηκε. Στο πόδι όλοι καλοκαιριάτικα από τις εφτά το πρωί. Να ευχόμαστε να μην είναι αλήθεια. Ο Παπαδάκης επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της είδησης με εκείνη να χορεύει μέσα στο ιβουάρ νυχτικό της την τελευταία της μελωδία. Ευτύχισε άραγε ποτέ; Αδιάφορο για το αδηφάγο κοινό που δεν προσπάθησε αρκετά για την απάντηση. Τώρα μόνο δάκρυα. Τα πιο πολλά για τις κόρες που δεν θα ξανά είναι ποτέ μικρές. Θα μεγαλώσουν μέσα σε μια νύχτα και θα φυτρώσουν στο κεφάλι τους άσπρα μαλλιά κι ευθύνες. Η Αλίκη έφυγε. Η Αλίκη δεν έφυγε ποτέ.
   Το κορίτσι χορεύει κι αυτό. Χωρίς ιβουάρ νυχτικό. Μα με την ίδια λαχτάρα. Κορδωμένο πάνω στην πλαστική καρέκλα κρατάει στο ένα χέρι ξεχαρβαλωμένη σκούπα και στο άλλο την κάσκα της γιαγιάς. Διατείνεται πως θα γίνει ηθοποιός κι όλο και κουνάει το μαλλί του πέρα δώθε. Πότε τραγουδάει. Πότε παρλάρει. Πότε βαυκαλίζεται στον καθρέφτη του χωλ. Το κομμωτήριο της γιαγιάς συγγενεύει με την κουζίνα οπότε σε κάθε φιγούρα ή πόζα το κοινό εναλλάσεται. Πότε ο παππούς που τσιμπάει κανέναν κεφτέ και πότε η πελάτισσα που στεγνώνει την μπούκλα. Πορτοκάλια μέσα από την μπλούζα και γεράνι στο μαλλί. Η μικρή νομίζει πως μεγάλωσε μα όχι. Η Αλίκη ακόμα ζει.
   Ανυπόφορες ημέρες και νύχτες ατέλειωτες. Ερημιά. Νύχτα που θα την διαδεχτεί ημέρα ίδια με την χθεσινή και πάλι από την αρχή. Η κόρη μεγάλωσε και δεν έγινε. Δεν έγινε τίποτα. Έγινε απλά μεγάλη. Καναπές, τηλεόραση, ημίμετρες ηδονές για να μπορεί να υπάρχει. Θλίψη. Ξαφνικά η Αλίκη στο κάδρο. Το γάλα χυμένο και πάλι στο τραπέζι. Δεν την νοιάζει. Της ανοίγει η όρεξη για κεφτεδάκια σαν εκείνα του παππού. Της μυρίζει καλοκαίρι και γιασεμιά και οξυζενέ νούμερο 30. Γέρνει το κεφάλι δεξιά. Κάπου είχε ένα πλαστικό λουλούδι από τις Απόκριες. Το ανασύρει. Μαζί και δυο κοτσίδια. Τα ξεροψημένα μάγουλα της Κατερίνας όταν πουλάει ψάρια στην αγορά. Τα σπίτια των ινδιάνων φτιαγμένα με καλαμωτές στο χωριό. Το κεσέ με το γιαούρτι στην μούρη του Πίπη. Τα πλαστικά πιάτα της μαμάς που μυρίζουν ρώσικη και βραστό αυγό. Την Μανταλένα πάνω στον γάιδαρο της. Ίσως κι ένα φιλί στο μέτωπο. Από ποιον δεν θυμάται. Η Αλίκη απέναντι της χαμογελά.
  


Info tip: Τα πιο παράξενα -κι όμορφα- όνειρα τα έκανα ενώ με σκέπαζαν αστέρια ουρανού διάφανου. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνα τα όνειρα. Μόνο πως τα βράδια που τα έβλεπα είχε δροσιά. Πάντα. Τα πόδια μου ήταν ξεσκέπαστα και τρεχάτα. Τα μαλλιά μου ξέμπλεκα κι ανένταχτα. Η κοιλιά μου ποτέ χορτάτη μα ούτε κι η επιθυμία μου. Πριν κοιμηθώ προσευχόμουν παιδικές προσευχές και από το ραδιόφωνο ακουγόταν το νανούρισμα του Λοϊζου.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Η σίτα

   Η γυναίκα κοίταξε τα δυο της χέρια. Οι φλέβες της σαν οροσειρές που δεν κατέληγαν πουθενά. Ούτε καν μέχρι τα δάχτυλα της. Ανέτοιμα κι αυτά. Στα πιο φουσκωμένα σημεία όμως σαν να υπήρχε ακόμα ζωή. Σαν να υπήρχε ακόμα χτύπος. Στην παράδοση αυτής της σκέψης αναθάρρηση μα και τρόμος. Η ύπαρξη ζώής προϋποθέτει ευθύνη. Πόδια λυγισμένα. Σώμα σκυφτό. Πρόσωπο που έκαιγε. Το κλάμα δεν είχε ευχαριστηθεί παιγνίδι και άρχισε πάλι να τρέχει. Πάτωμα.
   Λόγω του ιδιαιτέρως παγωμένου χειμώνα το σπίτι αν κι είχε θέρμανση δεν είχε ακόμα ζεσταθεί. Μετά από λίγη ώρα κουράστηκαν τα δάκρυα παράπονο και της επέτρεψαν να το αντιληφθεί. Τράβηξε το ριχτάρι από τον καναπέ και σκέπασε τις πατούσες της. Ξαπλώμένη σε στάση εμβρύου λαχταρούσε επίμονα την θηλή ή έστω την αγκαλιά της μάνας της. Εκείνη την αγκαλιά που μυρίζει πάντα γάλα, κανέλλα και ζάχαρη και που υπόσχεται πως όλα θα πάνε καλά. Οι σκεπασμένες πατούσες πάντα ξεγελούν ζεστασιά κι οικειότητα. Χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά για να συνηθίσει την καινούργια της θέση και να πλησιάσει η αριστερή πατούσα την δεξιά. Το μεγάλο της δάχτυλο άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά την αριστερή της γάμπα. Πρώτη ένδειξη ζωής. Τα μάτια της άρχισαν τότε να ξεθολώνουν και να κινούνται πέρα δώθε. Ταβάνι.
   Πόσα μυστικά έχει πάρει μαζί του ένα ταβάνι αλήθεια; Λευκό, απόμακρο -τόσο όσο χρειάζεται για να 'χεις την ψευδαίσθηση ότι αναπνέεις-, ψυχρό, ο φωτεινός παντογνώστης που σου λύνει κάθε πρόβλημα. Ξεκάθαρα ο πιο καλός της φίλος εκείνη την στιγμή. Στιγμή; Στίγμα. Σίγμα. Σύρμα. Σίτα. Η γυναίκα αναρωτήθηκε ξαφνικά αν είχε κλείσει την σίτα στο παραθυράκι του μπάνιου. Προχθές ακόμα άκουσε την από πάνω της να ουρλιάζει πανικόβλητη στην θέα τρωκτικού άρτι αφηχθέν εκ κατεδαφίσεως διπλανού χαμώσπιτου. Η απελπισία της αποτυχημένης υπάρξεως της αντικαταστάθηκε αμέσως από το περιβόητο αίσθημα της επιβίωσης έναντι του τρωκτικού και πάσης φύσεως εχθρού βεβαίως βεβαίως. Αυτή η γενίκευση της έδωσε αμέσως θάρρος. Καταρχάς να ξεσκεπάσει την αριστερή της πατούσα. Δεν άργησε να ξετρυπώσει και την δεξιά και με μια παράτολμη κίνηση ανακάθισε και σκούπισε τα μάτια της. Αν μπορούσε να παρομοιάσει με κάποιον τον εαυτό της εκείνη την στιγμή αυτός θα ήταν σίγουρα ο Ταρζάν. Μόνη μπροστά στην χαώδη κι επικίνδυνη ζούγκλα, ανίκανη ν' αντιμετωπίσει τα άγρια θηρία, έχοντας πλήρη άγνοια του ποια είναι και μην έχοντας ούτε καν την Τσίτα στο πλευρό της. Ερημιά.
   Μα ο Ταρζάν δεν είχε νιώσει ποτέ -στα τόσα χρόνια καριέρας του- ανίκανος ν' αντιμετωπίσει τα άγρια θηρία. Φυσικά όταν λέμε άγρια δεν εννοούμε ένα απλό ποντικάκι. Ίσως ο προαναφερόμενος ν' αντιμετώπισε ένα πρόβλημα με τους ανθρώπους αλλά τ' άγρια θηρία τα έκανε φίλους του. Δεν τα φοβήθηκε ποτέ. Η ερημιά της άρχισε, στην σκέψη αυτή, να ξημερώνει μικρές οάσεις. Ακούγοντας λίγο πιο προσεκτικά τους ήχους από τους δυο φοίνικες της όασης, της φάνηκε δε πως οι χουρμάδες παλαμοκροτούσαν όχι μόνο μέσα στο μυαλό της αλλά και στην πραγματικότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως μετά από τόση στεναχώρια η καημενούλα είχε αρχίσει να τα χάνει κομματάκι και ν' ακούει φωνές. Μα δεν άκουγε φωνές! Μόνο χουρμάδες να χτυπάνε παλαμάκια. Ελπίδα.
   Η γυναίκα στην προσπάθεια να στηριχτεί πιάστηκε από την καρέκλα από την μια και από το έπιπλο της τηλεόρασης από την άλλη. Αυτή ακριβώς η στιγμή είναι η πιο σημαντική στις πτώσεις. Αν αυτό το στάδιο στεφθεί με επιτυχία έχει κατακτηθεί ο μισός δρόμος της επανάκαμψης. Η γυναίκα το γνώριζε αυτό από προηγούμενες πτώσεις και γι' αυτό τον λόγο γαντζώθηκε από τα στηρίγματα της με όλη της την δύναμη. Ξαφνικά σκέφτηκε την μητέρα της πάλι. Η προσπάθεια της αυτή έμοιαζε πολύ με την γέννα της. Όχι πως την θυμόταν δηλαδή αλλά κάπως έτσι θα ήταν η τελευταία σπρωξιά της μάνας της για να βγει στον κόσμο. Αυτό της έδωσε ακόμα περισσότερο θάρρος και μια πρωτόγνωρη περηφάνεια για τον εαυτό της. Αστείο εργαλείο θαρρεί κανείς, πως η γέννηση κάποιου να χρησιμεύει μετά από τόσα χρόνια ως αφορμή για να σηκωθεί, χρήσιμο ωστόσο. Πρώτη ανάσα.
   Τα πρώτα βήματα είναι πάντα πολύ προσεκτικά. Σαν να μαθαίνεις να περπατάς από την αρχή. Επίσης το πάτωμα ενέχει κρυμμένους κινδύνους σε τέτοιες περιπτώσεις. Σπασμένα γυαλιά, μουσκεμένα πανιά, χυμένα αίματα ή ξεραμένα αίματα -πάντως αίματα-, διαφημιστικά έντυπα, που όσο και να τα πετάς αυτά μαζεύονται σωρό, δυο τρεις ενοχές και τραύματα. Πολλά και συνεχώς αυξανόμενα. Η γυναίκα δεν διέσχισε το σαλόνι ανεπηρέαστη από όλα αυτά. Ωστόσο το διέσχισε με θάρρος και ιαχές ζούγκλας. Που και που. Σκαρφαλώνοντας στην κόψη του καναπέ ή κρεμώντας το κορμί της από πολυέλαιο σε πολυέλαιο. Ώσπου έφτασε στην πόρτα του μπάνιου για να ελέγξει την σίτα. Κλειδί.
   Το κλειδί έστριψε δυο φορές κι πόρτα άνοιξε. Το παραθυράκι ήταν ανοιχτό κι επέτρεψε στον δροσερό αέρα να ακουμπήσει στα μάγουλα της. Ούτε που την ένοιαξε η ανατριχίλα από το κρύο σ' όλο της το σώμα. Τα τραύματα δεν είχαν επηρεάσει τους πόρους της, που τώρα διαμαρτύρονταν για το ψύχος με όρθιους διαδηλωτές τις τρίχες. Η γυναίκα πλησίασε στο παράθυρο κι ολοκλήρωσε τον αρχικό της στόχο. Ύστερα γύρισε προς τον καθρέφτη. Τα πόδια της γυμνά σε γυμνά πλακάκια. Η σκέψη της το ίδιο. Για λίγο αναρωτήθηκε, κοιτάζοντας το είδωλο της, για την ταυτότητα της. Για λίγο μόνο. Ακολούθησε χαμόγελο δικό της. Οι φλέβες πιο φουσκωμένες από ποτέ μόλις είχαν κλείσει την σίτα.