Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Ενθάδε ζήσε

   Μωσαικό. Οι πατούσες ξυπόλυτες στον μακρύ διάδρομο δροσίζονται μέσα στην ντάλα του καλοκαιριού. Διάδρομος σκοτεινός. Ενισχύει την αίσθηση δροσιάς αυτός ο τεχνητός ίσκιος. Οι παλάμες ακουμπούν στους φιστικί τοίχους -που θυμίζουν απρόσκλητα το καθολικό γηροκομείο της γιαγιάς Μαρίας- και παγώνουν όσο μπορούν τα ιδρωμένα δάχτυλα. Στο βάθος φως. Από ένα  δωμάτιο με ξύλινο κρεββάτι και λευκά σεντόνια. Από πάνω ριχτάρι κεντητό. Κομοδίνα. Δύο. Ντουλάπα με κλειδί μα πάντα ξεκλείδωτη -για να μπορεί η γύμνια σε κάθε προδοσία να ντύνεται εγκαίρως- και καθρέφτης πάνω από την συρταριέρα ολοσκάλιστος. Ένα εικονοστάσι δεξιά. Πόσες προσευχές έχει ακούσει αλήθεια; Πόρτα λευκή με τζάμι διάφανο. Απο 'κει έρχεται το φως.
   Αυτόν τον διάδρομο τον περπατάει μια ζωή. Δεν είναι τυχαίο που ξέρει και δεν σκοντάφτει μες στο σκοτάδι. Αλλά και να σκοντάψει ξέρει από που να πιαστεί. Με το που ανοίγει κανείς την πόρτα στα δεξιά ένας καλόγερος. Στα πρώτα της μπουσουλήματα άκουγε την μητέρα της να την προειδοποιεί γι' αυτόν κι όσο μεγάλωνε και καταλάβαινε τον εαυτό της -ρητορική κατάφαση- περίμενε να ξεπεταχτεί από τον τοίχο παπάς με ράσα και να ψέλνει. Μέχρι που της το ψιθύρισε ο παππούς στο αυτί ένα μεσημέρι κι άλλο δεν τον περίμενε πια. Αριστερά μπρεζέρα και τραπεζάκι με τηλέφωνο. Μεγάλη συρόμενη πόρτα κι από πίσω σαλόνι. Άλλη πόρτα και τουαλέτα. Απέναντι κουζίνα. Δωμάτιο κι άλλο δωμάτιο και στο βάθος το φως.
   Η εξώπορτα άφησε με το κλείσιμο πίσω της, το πρώτο εκκωφαντικό μπαμ πριν λίγες ώρες.. Δυο χέρια την κρατούσαν  αγκαλιά και δυο άλλα την σταύρωναν. Να' ναι καλότυχη. Στο τραπεζάκι εξ αριστερών υπήρχε γλυκό του κουταλιού κυδώνι. Για τις μοίρες. Οι πόρτες του σπιτιού ήταν ολάνοιχτες και έμπαινε ήλιος από παντού. Χαρά μεγάλη. Έπειτα τα δυο χέρια την ακούμπησαν κάτω. Τα άλλα δυο συνέχισαν να την σταυρώνουν. "Αυτός ο διάδρομος είναι δικός σου" της φώναξαν και έφυγαν. Στην αρχή μπουσούλησε. Μετά περπάτησε κρατώντας τους τοίχους για να στηριχτεί και τώρα  δεν χρειαζόταν στήριγμα άλλο πια -σ´ αυτόν τον διάδρομο ώρες ώρες φιλοξενούνται οι πάντα επίκαιρες ψευδαισθήσεις άλλωστε- και τα χέρια παίρνουν την χρησιμότητα της δημιουργίας. Ο καιρός περνάει. Πότε έτσι πότε αλλιώς. Μόνη παραφωνία ο παππούς που κάποτε  της ψιθύρισε την αλήθεια για τον καλόγερο και τώρα πια κοιμόταν ύπνο βαθύ. Τι κρίμα που δεν θα μάθαινε καμιά καινούργια αλήθεια.
   Μυρίζει γιασεμί από το παράθυρο και κοκκινιστό στην κατσαρόλα από το σπίτι. Η κοπέλα συνεχίζει να περπατάει και να χουρχουρίζει. Ακούγονται παιδιά από την πλατεία και φλιτζανάκι ελληνικού καφέ ν' αναποδογυρίζεται. Μια τηλεόραση παίζει αφιέρωμα στον Ξυλούρη. Δυο που τσακώνονται κι ύστερα φιλιώνουν. Εντός της οικίας. Ραδιόφωνο που παίζει τα μεγάλα λαϊκά ή Πρωτοψάλτη με τα μωσαϊκά. Φτιάχνει αντίστοιχο σκηνικό στα δικά της. Πιο 'κει ένα πάτωμα που κλαίει μαζί της. Ένα περιστέρι καλεί ένα άλλο. Γράμματα ριγμένα στο χαλάκι. Άνθρωποι στο σαλόνι, στην κουζίνα, εντός της. Αγαπημένοι.
  Ένα βήμα κι άλλο ενα βήμα. Ψηλαφίζοντας τις ημέρες τις μια μια. Αναπνέοντας πότε στα σκοτεινά και πότε λουσμένη από ήλιο. Σ' έναν διάδρομο μακρύ. Κάθε βήμα και μια ημέρα. Μπροστινό. Πλαγιαστό. Οπίσθιο. Χορευτικό ή έρπον. Βήμα. Μέχρι  το λεπτό να διαδεχτεί το άλλο λεπτό. Μέχρι να πιεί και να ξανα πιεί και να πει "ποτέ ξανά" και να ξανά πιεί ποτήρι γεμάτο κρασί. Δεν βιάζεται να φτάσει στο δωμάτιο με την διάφανη πόρτα. Μόνο που θέλει μέχρι να φτάσει ν´ ακούσει όσα πιο πολλα φλιτζανάκια του καφέ ν' αναποδογυρίζονται, τα δυο δωμάτια αριστερά της να' χει δει τι έχουν μέσα και να γίνει ένα θάυμα το γιασεμί να μυρίσει και τον χειμώνα. Όταν θα πιάσει το πόμολο του φωτεινού δωματίου θα κοιτάξει τον μακρύ διάδρομο που περπάτησε. Ένα μεσημέρι καλοκαιριού ζεστό. Ξυπόλυτη. Θα χαμογελάσει στις μοίρες γιατί τώρα πια είναι σίγουρη οτι γνωρίζει κάθε σπιθαμή του. Αν τον περπατούσε από την αρχή, ακόμα και με μάτια κλειστά, δεν θα έπεφτε. Θα ανοίξει την πόρτα του δωματίου. Θα χαμογελάει πάλι.  Το κρεββάτι έχει επιγραφή "ενθάδε κείται" από πάνω.


Info tip: Το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Φοβήθηκα ένα βράδυ

   Μαύρη καμπαρντίνα και σκούρα μυτερά παπούτσια από δέρμα φιδιού ή κάτι τέτοιο. Γυαλιά ηλίου -κάτι που έμοιαζε παράξενο μέσα στη νύχτα- και τραγιάσκα με ρίγες κάθετες. Μαλλιά αλογοουρά. Δέρμα σκιαχτικό. Σκαμμένο από την μια μεριά. Γεμάτο ουλές. Πιθανότατα από τα εφηβικά ξεσπάσματα. Από την άλλη δυο καψίματα και μια πληγή. ΄Ισα ίσα που φαινόντουσαν μα στέκονταν εκεί με την σιγουριά της μονιμότητας. Στόμα διψασμένο. Δόντια κάτασπρα και κοφτερά. Τα ξεχώριζες μέσα στο σκοτάδι. Τα χέρια της -όσο φαινόντουσαν δηλαδή- έδιναν την εντύπωση μιας μοναχικής γυναίκας. Μόνης καλύτερα. Εγκαταλελειμμένης. Μακριά ακροδάχτυλα και φλέβες πράσινες και φουσκωμένες. Χέρια που μόλις είχαν περάσει την πρώτη νιότης τους και μπερδεύονταν με την καινούργια πραγματικότητα. Παλιά κρεμόντουσαν πάνω από κουπαστές μικρών πλοίων και πείραζαν την θάλασσα με ξαφνικές δαχτυλικές βουτιές ή κρατούσαν την μαμά από το χέρι και καθώς πηδούσαν τα τετραγωνάκια του πεζοδρομίου -ποτέ πάνω στις διαχωριστικές λωρίδες παρά μόνο μέσα στο τετράγωνο- φώναζαν τσιριχτά "μαμά πεινάω" κι έδιωχναν το ενοχλητικό τσουλούφι από τα μάτια. Τώρα τι;
   Η μία γυναίκα περπατούσε πίσω από την άλλη σε απόσταση μόλις δέκα μέτρων. Θαρρείς εκεί που τελείωνε ο ίσκιος της μιας ξεκινούσε η παρουσία της άλλης. Ήταν καλοκαίρι κι εγώ είχα βγει στο μπαλκόνι να ρεμβάσω. Τότε τις είδα. Μπροστά μια γυναίκα λίγο πριν τα σαράντα και πιο πίσω η παράξενη φιγούρα με την μαύρη καμπαρντίνα και τα ανυπεράσπιστα χέρια, που σαν να ήθελαν να αρπάξουν τα δυο που κρέμονταν μπροστά τους. Ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ το δίχως άλλο, που τα επόμενα λεπτά μετατράπηκε σε αστυνομική νουβέλα με δολοφόνους θύματα κι από όλα.
   Εγώ εκείνη την ώρα είχα βάλει μουσικούλα, μια δόση μαστίχα σε χαμηλό ποτήρι και καθισμένη στην καρέκλα με τα πόδια τεντωμένα πάνω στο τραπέζι αναρωτιόμουν αν είχε έρθει ο καιρός ν' αλλάξω τέντες. Στην αρχή τράβηξε την προσοχή μου ήχος από τακούνια που όσο πλησίαζαν γινόταν ακόμα πιο έντονος. Σηκώθηκα να δω από που ερχόταν και τότε ακριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο εμφανίστηκε η γυναίκα που προϋπαντούσε ο εκνευριστικός ήχος. Κοντοστάθηκε και λαχανιασμένη καθώς ήταν ακούμπησε στο δέντρο και πήρε μια ανάσα. Όμορφη πολύ. Γήινη ομορφιά. Σχεδόν αψεγάδιαστη. Αυτό που μου 'κανε εντύπωση ήταν το βλέμμα της. Κοίταζε πίσω σαν να φοβόταν κάτι. Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν μόνο. Ίσως ένα λεπτό το πολύ. Η γυναίκα ίσιωσε το κορμί της, πήρε μια τελευταία ανάσα κι έκανε να φύγει. Στα δυο πρώτα βήματα που τόλμησε εμφανίστηκε από πίσω της η άλλη. Πάγωσα. Με το που μπήκε η άλλη στο πλάνο μου όχι μόνο ξέχασα τις τέντες και τα παρελκόμενα που τις συνόδευαν αλλά σαν από ένστικτο χαμήλωσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα το ραδιόφωνο μην και γίνει αντιληπτή η παρουσία μου και κυνηγήσει κι εμένα. Έτσι σκέφτηκα. Τότε την παρατήρησα. Είχε κάτι το απόκοσμο. Το φοβισμένο και το φοβιστικό. Φώναξε "δεν μπορείς να πας πουθενά χωρίς εμένα" κι η γυναίκα γύρισε και την κοίταξε. Όλο της το κορμί έτρεμε. Το ίδιο και το δικό μου.
   Τώρα που το σκέφτομαι ήταν λίγο αστείο. Εγώ κρατούσα την ανάσα μου σαν να το 'λεγε σ' εμένα, η έρμη η φοβισμένη είχε παραλύσει κι η άλλη ντυμένη καρναβάλι φοβόταν πιο πολύ κι από τις δυο μας. Το ότι εγώ είχα αυτοτοποθετηθεί συμπρωταγωνίστρια δε ήταν το πιο αστείο. Η παγωμένη σιωπή κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα που εμένα μου φάνηκαν αιώνες. Σε λίγα λεπτά θα γινόμουν μάρτυρας μιας εν ψυχρώ δολοφονίας κι αν κι αυτό δεν το γνώριζα ακόμα, κάτι μέσα μου είχε αρχίσει να προετοιμάζεται. Διακριτικά πάλι πήγα να φορέσω τις σαγιονάρες μου. Σαν θα με καλούσαν για μάρτυρα της υπόθεσης να μην εμφανιζόμουν ξυπόλητη. Φόρεσα την αριστερή που ήταν εκεί τριγύρω κι άρχισα να ψάχνω με την πατούσα μου την δεξιά. "Σταμάτα να μ' ακολουθείς" αποκρίθηκε η μια. "Είμαι εδώ για να σου θυμίζω κάθε μέρα τι δεν μπορείς να 'χεις" της απάντησε η άλλη κι άνοιξε την τσάντα της. Εγώ σκυμμένη στα τέσσερα προσπαθούσα να βρω μέσα στο σκοτάδι -είχα προλάβει να σβήσω και τα κεριά- την άλλη σαγιονάρα, παρακολουθώντας τα τεκτενόμενα ανάμεσα από τα κάγκελα του μπαλκονιού. Η τσάντα δεν είχε μέσα ούτε πιστόλι ούτε μαχαίρι. Καθώς την άνοιγε προσπαθούσα να διακρίνω τι ήταν αυτό που έβγαλε με ιεροτελεστία από μέσα. Ήταν ένα λουρί. Σαν αυτά που βάζεις στα σκυλιά και τους κλείνεις και το στόμα. Κόκκινο λουρί με χρυσό περιλαίμιο.
   Έτσι είναι συνήθως οι φυλακές που βάζουμε τους εαυτούς μας. Χρυσές. Για να μην καταλαβαίνουμε ότι είναι φυλακές. Η γυναίκα με την γήινη ομορφιά γονάτισε και προέκτεινε το κεφάλι της περιμένοντας να της βάλει η άλλη το λουρί. Δεν έγινε τίποτα φαντασμαγορικό όπως αυτά που περίμενα. Η άλλη  άρχισε να πλησιάζει αργά το θύμα της, με χαμόγελο νικητή. Όσο πλησίαζε το χαμόγελο μεγάλωνε. Όταν είχε φτάσει πια σε απόσταση αναπνοής, το χαμόγελο ήταν τόσο μεγάλο, που τα δόντια της κάτασπρα και κοφτερά φώτισαν όλο το τετράγωνο. Η σκυμμένη γυναίκα, ξαφνιασμένη από την λάμψη των λευκών δοντιών, σήκωσε το κεφάλι της και τότε την είδε. Ο διώκτης της ήταν ίδιος μ' εκείνη. Ίδια μάτια, ίδιο στόμα και κυρίως ίδια χέρια. Ανίκανη να καταλάβει τι συμβαίνει άρχισε ν' αγγίζει το σκαμμένο πρόσωπο της άλλης, να της λύνει τα μαλλιά, να την ξεγυμνώνει κι έπειτα να την παίρνει αγκαλιά να μην κρυώσει. Η άλλη αμήχανη από την ξαφνική αγάπη είχε μείνει με τα χέρια μουδιασμένα να κρατά το λουρί. Μουδιασμένα αλλά ακόμα παλλόμενα. Σε μια απρόσεκτη κίνηση της μιας βρήκε την ευκαιρία να την αιφνιδιάσει με το λουρί και να την ακινητοποιήσει. Η άλλη που τώρα πια ήξερε τον εχθρό της κατάφερε να απεγκλωβιστεί. Σώμα με ίδιο σώμα οι δυο γυναίκες πάλεψαν για ώρα πολύ. Εγώ ακόμα στα τέσσερα κατάφερα να βρω την σαγιονάρα στην πιο κρίσιμη στιγμή. Ήταν η στιγμή που ο φόβος είχε σηκώσει κεφάλι και νικούσε. Με περίσσιο θάρρος σήκωσα κι εγώ τελετουργικά την σαγιονάρα μου και την πέταξα πιο γρήγορα κι από την ταχύτητα του φωτός στην ενοχλητική μικρή σαδίστρια απέναντι. Αυτό ήταν. Την αποπροσανατόλισα για μια στιγμή και με όση γενναιότητα έκρυβε η άλλη ξεχύθηκε πάνω της και την ξέσκισε. Καταρρακωμένη από την δύναμη και την επιμονή της γυναίκας που είχε απέναντι της, η γυναίκα με την μαύρη ξεσκισμένη -πια- καμπαρντίνα εγκατέλειψε την μάχη. Σηκώθηκε με δυσκολία και μάζεψε τα κουρέλια της φεύγοντας. Η όμορφη γυναίκα γύρισε και κοίταξε προς το μέρος μου. Έψαχνε τον σύμμαχο της ψηλά όταν εκείνη την ώρα στο διπλανό διαμέρισμα άνοιξαν το φως για να ποτίσουν. Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν. Έγνεψε κάτι σαν ευχαριστώ, ύστερα ίσιωσε το κορμί της και ξεκίνησε πάλι να περπατάει.

Info tip: Το αντίθετο του φόβου είναι πάντα η αγάπη.


Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Η καρδιά του καρπουζιού

   Ζέστη! Η πιτσιρίκα περπατούσε μέσα στην ζέστη κι ακόμα δεν είχε φτάσει ούτε μέχρι τα μισά της διαδρομής. Οι σαγιονάρες της σφαλιάριζαν τον φρεσκοασφαλτοστρωμένο δρόμο ενώ που και που το μεγάλο της δάχτυλο ακουμπούσε καταλάθος την λάβα και διαπερνούσε όλο της το κορμί μια εσωτερική ινδιάνικη ιαχή! Η φωτιά που χορεύει ή κάτι τέτοιο! Τα ρούχα της είχαν αρχίσει να κολλάνε στο κορμάκι της και τα μαλλιά της ανάκατα, είχαν σχηματίσει μουσκεμένους κόμπους στο πίσω και κάτω μέρος του κεφαλιού, ενώ το μοναδικό κοκαλάκι της, χρησίμευε στο να συγκρατεί δυο τρεις τρίχες, ακόμα υποταγμένες. Κίτρινο κοντό παντελόνι και μωβ ξεβαμμένο φανελάκι με δυο τρύπες στην πλαϊνή ραφή. Αποτέλεσμα ισόπαλου αγώνα με τον μικρό της οικογένειας. Βρακί, νωπό από τον ιδρώτα, που φλυαρούσε "πότε θα φτάσουμε επιτέλους σπίτι να μπω στα άπλυτα;" και πήγαινε πότε δεξιά πότε αριστερά. Ζέστη! Με το μουστάκι να τσούζει και τα πόδια να τρέμουν από την ανηφόρα. Χεράκια φορτωμένα με σακούλες  από τον μανάβη, τον χασάπη και τον φούρναρη κι ιδρώτας να στάζει.
   Μεσημέρι καθώς ήταν, τα παράθυρα κι οι πόρτες παρέμεναν κλειστά κι έκρυβαν από πίσω τους παππούδες με άσπρη σωβρακοφανέλα να ροχαλίζουν, γιαγιάδες να προσμένουν τον κανακάρη τους στην κουζίνα με το πιάτο σκεπασμένο με άλλο πιάτο και τα γεμιστά ανάμεσα, μαμάδες ανεξήγητα πλήρεις να χαχανίζουν πνιχτά γέλια με τα δίχρονα μικρά τους ενώ ο μπαμπάς αποκοιμιέται στην πλαστική καρέκλα του εξοχικού με το στόμα ανοιχτό, αγόρια να ξεφυλλίζουν κρυφά πονηρά περιοδικά και να σκέφτονται την Έλλη από την πλατεία που μυρίζει όμορφα και φυσικά μικρές κυρίες -σαν την δική μας με την νευρική σαγιονάρα- να βγάζουν τα φρύδια τους για πρώτη φορά με δανεικό τσιμπιδάκι. Η πιτσιρίκα περνούσε ανάμεσα από αυτά τα σπίτια κι αφουγκραζόταν πότε τα ρυθμικά ροχαλητά και πότε τα γέλια κι έφτιαχνε δικές της ιστορίες για το τι γινόταν από μέσα. Χασκογελούσε κι αυτή τότε και τραβούσε με χάρη το βρακί της να ξεκολλήσει από πάνω της. Έτσι ξεχνούσε για λίγο την ανηφόρα και την ζέστη.
   Αν ήταν μεγάλη η ανηφόρα; Μεγάλη και γεμάτη στροφές. Έκανε ένα βήμα κάθε δέκα λεπτά. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς της θα έφτανε στο σπίτι της σε 70 με 80 χρόνια. Έσκυβε να πιάσει την σακούλα που της γλιστρούσε από το ένα χέρι, της έπεφτε από το άλλο η χαρτοσακούλα με τα αυγά. Έσπαγαν. Έβγαζε το φανελάκι της να τα σκουπίσει, μην δει ο κόσμος τις βρωμιές της μολις ξυπνήσει, της έφευγαν οι ντομάτες τρεχάλα στην κατηφόρα. Έτρεχε ξωπίσω τους να τις πιάσει, έχανε κι άλλα χρόνια με το κηνύγι. Έπιανε κάποιες, κάποιες άλλες γίνονταν σάλτσα από κανένα τρακτέρ περαστικού και ξαναγύριζε στα ψώνια της. Φορούσε την πασαλειμμένη μπλούζα της από τα αυγά και πια εκτός από ιδρωτίλα μύριζε και αυγουλίλα. Επόμενη στροφή σκύλος που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει. Πιο 'κει καποιος κοιμάται όξω. Σφυρίζει αδιάφορη. Αν είναι ήσυχη δεν θα τον ξυπνήσει. Αν είναι τυχερή εκείνος θα ακούσει το σφύριγμα της. Ακόμα μια στροφή κι ο δρόμος μπροστά της τώρα χωματένιος. Ζέστη και λιοπύρι. Καλοκαίρι.
   Κάποτε η πιτσιρίκα έφτασε στο σπίτι. Το τελευταίο του χωριού. Ο δρόμος εκτός από φασαριόζικα σπίτια είχε και πλατάνια. Κάπου κάπου άερας δροσερός αποσπούσε την μεσημεριανή καυτή βουβαμάρα από την εγωκεντρική στάση της. Πότε πότε κανένας πιο ξύπνιος περαστικός με ποδήλατο την φόρτωνε στην καρότσα του. Πότε ήθελε να πάει μόνη της. Η πιτσιρίκα ανέβαινε κι όλο ανέβαινε την ανηφόρα με κρυμμένο άσσο στο μανίκι της παγωμένο καρπούζι στο ψυγείο. Πιο πολύ λιγουρευόνταν την καρδιά. Χωρίς κουκούτσια και περιττά. Γλύκα και παγωμένο ζουμί να κυλάει στον ουρανίσκο της. Που και που να ακουμπάει την φλούδα στα πόδια της και να τα δροσίζει κι αυτά. Μόλις 80 χρονών ή 80 ημερών. Μπορεί και δευτερολέπτων. Δεν θυμάται. Αυτό  που θυμάται είναι πόσο λαχταρούσε το καρπούζι. Μέχρι να φτάσει της έτρεχαν τα σάλια γιατί σκεφτόταν την ζουμερή καρδιά. Την καρδούλα της.



Info tip: Στους πιο μεγάλους δρόμους με ζέστη κι ανηφόρα και δάχτυλα πάνω σε καυτή λάβα υπάρχει πάντα μια καρδιά που μας περιμένει σπίτι. Καλό μήνα! Καλό καλοκαίρι!