Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Φοβήθηκα ένα βράδυ

   Μαύρη καμπαρντίνα και σκούρα μυτερά παπούτσια από δέρμα φιδιού ή κάτι τέτοιο. Γυαλιά ηλίου -κάτι που έμοιαζε παράξενο μέσα στη νύχτα- και τραγιάσκα με ρίγες κάθετες. Μαλλιά αλογοουρά. Δέρμα σκιαχτικό. Σκαμμένο από την μια μεριά. Γεμάτο ουλές. Πιθανότατα από τα εφηβικά ξεσπάσματα. Από την άλλη δυο καψίματα και μια πληγή. ΄Ισα ίσα που φαινόντουσαν μα στέκονταν εκεί με την σιγουριά της μονιμότητας. Στόμα διψασμένο. Δόντια κάτασπρα και κοφτερά. Τα ξεχώριζες μέσα στο σκοτάδι. Τα χέρια της -όσο φαινόντουσαν δηλαδή- έδιναν την εντύπωση μιας μοναχικής γυναίκας. Μόνης καλύτερα. Εγκαταλελειμμένης. Μακριά ακροδάχτυλα και φλέβες πράσινες και φουσκωμένες. Χέρια που μόλις είχαν περάσει την πρώτη νιότης τους και μπερδεύονταν με την καινούργια πραγματικότητα. Παλιά κρεμόντουσαν πάνω από κουπαστές μικρών πλοίων και πείραζαν την θάλασσα με ξαφνικές δαχτυλικές βουτιές ή κρατούσαν την μαμά από το χέρι και καθώς πηδούσαν τα τετραγωνάκια του πεζοδρομίου -ποτέ πάνω στις διαχωριστικές λωρίδες παρά μόνο μέσα στο τετράγωνο- φώναζαν τσιριχτά "μαμά πεινάω" κι έδιωχναν το ενοχλητικό τσουλούφι από τα μάτια. Τώρα τι;
   Η μία γυναίκα περπατούσε πίσω από την άλλη σε απόσταση μόλις δέκα μέτρων. Θαρρείς εκεί που τελείωνε ο ίσκιος της μιας ξεκινούσε η παρουσία της άλλης. Ήταν καλοκαίρι κι εγώ είχα βγει στο μπαλκόνι να ρεμβάσω. Τότε τις είδα. Μπροστά μια γυναίκα λίγο πριν τα σαράντα και πιο πίσω η παράξενη φιγούρα με την μαύρη καμπαρντίνα και τα ανυπεράσπιστα χέρια, που σαν να ήθελαν να αρπάξουν τα δυο που κρέμονταν μπροστά τους. Ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ το δίχως άλλο, που τα επόμενα λεπτά μετατράπηκε σε αστυνομική νουβέλα με δολοφόνους θύματα κι από όλα.
   Εγώ εκείνη την ώρα είχα βάλει μουσικούλα, μια δόση μαστίχα σε χαμηλό ποτήρι και καθισμένη στην καρέκλα με τα πόδια τεντωμένα πάνω στο τραπέζι αναρωτιόμουν αν είχε έρθει ο καιρός ν' αλλάξω τέντες. Στην αρχή τράβηξε την προσοχή μου ήχος από τακούνια που όσο πλησίαζαν γινόταν ακόμα πιο έντονος. Σηκώθηκα να δω από που ερχόταν και τότε ακριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο εμφανίστηκε η γυναίκα που προϋπαντούσε ο εκνευριστικός ήχος. Κοντοστάθηκε και λαχανιασμένη καθώς ήταν ακούμπησε στο δέντρο και πήρε μια ανάσα. Όμορφη πολύ. Γήινη ομορφιά. Σχεδόν αψεγάδιαστη. Αυτό που μου 'κανε εντύπωση ήταν το βλέμμα της. Κοίταζε πίσω σαν να φοβόταν κάτι. Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν μόνο. Ίσως ένα λεπτό το πολύ. Η γυναίκα ίσιωσε το κορμί της, πήρε μια τελευταία ανάσα κι έκανε να φύγει. Στα δυο πρώτα βήματα που τόλμησε εμφανίστηκε από πίσω της η άλλη. Πάγωσα. Με το που μπήκε η άλλη στο πλάνο μου όχι μόνο ξέχασα τις τέντες και τα παρελκόμενα που τις συνόδευαν αλλά σαν από ένστικτο χαμήλωσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα το ραδιόφωνο μην και γίνει αντιληπτή η παρουσία μου και κυνηγήσει κι εμένα. Έτσι σκέφτηκα. Τότε την παρατήρησα. Είχε κάτι το απόκοσμο. Το φοβισμένο και το φοβιστικό. Φώναξε "δεν μπορείς να πας πουθενά χωρίς εμένα" κι η γυναίκα γύρισε και την κοίταξε. Όλο της το κορμί έτρεμε. Το ίδιο και το δικό μου.
   Τώρα που το σκέφτομαι ήταν λίγο αστείο. Εγώ κρατούσα την ανάσα μου σαν να το 'λεγε σ' εμένα, η έρμη η φοβισμένη είχε παραλύσει κι η άλλη ντυμένη καρναβάλι φοβόταν πιο πολύ κι από τις δυο μας. Το ότι εγώ είχα αυτοτοποθετηθεί συμπρωταγωνίστρια δε ήταν το πιο αστείο. Η παγωμένη σιωπή κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα που εμένα μου φάνηκαν αιώνες. Σε λίγα λεπτά θα γινόμουν μάρτυρας μιας εν ψυχρώ δολοφονίας κι αν κι αυτό δεν το γνώριζα ακόμα, κάτι μέσα μου είχε αρχίσει να προετοιμάζεται. Διακριτικά πάλι πήγα να φορέσω τις σαγιονάρες μου. Σαν θα με καλούσαν για μάρτυρα της υπόθεσης να μην εμφανιζόμουν ξυπόλητη. Φόρεσα την αριστερή που ήταν εκεί τριγύρω κι άρχισα να ψάχνω με την πατούσα μου την δεξιά. "Σταμάτα να μ' ακολουθείς" αποκρίθηκε η μια. "Είμαι εδώ για να σου θυμίζω κάθε μέρα τι δεν μπορείς να 'χεις" της απάντησε η άλλη κι άνοιξε την τσάντα της. Εγώ σκυμμένη στα τέσσερα προσπαθούσα να βρω μέσα στο σκοτάδι -είχα προλάβει να σβήσω και τα κεριά- την άλλη σαγιονάρα, παρακολουθώντας τα τεκτενόμενα ανάμεσα από τα κάγκελα του μπαλκονιού. Η τσάντα δεν είχε μέσα ούτε πιστόλι ούτε μαχαίρι. Καθώς την άνοιγε προσπαθούσα να διακρίνω τι ήταν αυτό που έβγαλε με ιεροτελεστία από μέσα. Ήταν ένα λουρί. Σαν αυτά που βάζεις στα σκυλιά και τους κλείνεις και το στόμα. Κόκκινο λουρί με χρυσό περιλαίμιο.
   Έτσι είναι συνήθως οι φυλακές που βάζουμε τους εαυτούς μας. Χρυσές. Για να μην καταλαβαίνουμε ότι είναι φυλακές. Η γυναίκα με την γήινη ομορφιά γονάτισε και προέκτεινε το κεφάλι της περιμένοντας να της βάλει η άλλη το λουρί. Δεν έγινε τίποτα φαντασμαγορικό όπως αυτά που περίμενα. Η άλλη  άρχισε να πλησιάζει αργά το θύμα της, με χαμόγελο νικητή. Όσο πλησίαζε το χαμόγελο μεγάλωνε. Όταν είχε φτάσει πια σε απόσταση αναπνοής, το χαμόγελο ήταν τόσο μεγάλο, που τα δόντια της κάτασπρα και κοφτερά φώτισαν όλο το τετράγωνο. Η σκυμμένη γυναίκα, ξαφνιασμένη από την λάμψη των λευκών δοντιών, σήκωσε το κεφάλι της και τότε την είδε. Ο διώκτης της ήταν ίδιος μ' εκείνη. Ίδια μάτια, ίδιο στόμα και κυρίως ίδια χέρια. Ανίκανη να καταλάβει τι συμβαίνει άρχισε ν' αγγίζει το σκαμμένο πρόσωπο της άλλης, να της λύνει τα μαλλιά, να την ξεγυμνώνει κι έπειτα να την παίρνει αγκαλιά να μην κρυώσει. Η άλλη αμήχανη από την ξαφνική αγάπη είχε μείνει με τα χέρια μουδιασμένα να κρατά το λουρί. Μουδιασμένα αλλά ακόμα παλλόμενα. Σε μια απρόσεκτη κίνηση της μιας βρήκε την ευκαιρία να την αιφνιδιάσει με το λουρί και να την ακινητοποιήσει. Η άλλη που τώρα πια ήξερε τον εχθρό της κατάφερε να απεγκλωβιστεί. Σώμα με ίδιο σώμα οι δυο γυναίκες πάλεψαν για ώρα πολύ. Εγώ ακόμα στα τέσσερα κατάφερα να βρω την σαγιονάρα στην πιο κρίσιμη στιγμή. Ήταν η στιγμή που ο φόβος είχε σηκώσει κεφάλι και νικούσε. Με περίσσιο θάρρος σήκωσα κι εγώ τελετουργικά την σαγιονάρα μου και την πέταξα πιο γρήγορα κι από την ταχύτητα του φωτός στην ενοχλητική μικρή σαδίστρια απέναντι. Αυτό ήταν. Την αποπροσανατόλισα για μια στιγμή και με όση γενναιότητα έκρυβε η άλλη ξεχύθηκε πάνω της και την ξέσκισε. Καταρρακωμένη από την δύναμη και την επιμονή της γυναίκας που είχε απέναντι της, η γυναίκα με την μαύρη ξεσκισμένη -πια- καμπαρντίνα εγκατέλειψε την μάχη. Σηκώθηκε με δυσκολία και μάζεψε τα κουρέλια της φεύγοντας. Η όμορφη γυναίκα γύρισε και κοίταξε προς το μέρος μου. Έψαχνε τον σύμμαχο της ψηλά όταν εκείνη την ώρα στο διπλανό διαμέρισμα άνοιξαν το φως για να ποτίσουν. Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν. Έγνεψε κάτι σαν ευχαριστώ, ύστερα ίσιωσε το κορμί της και ξεκίνησε πάλι να περπατάει.

Info tip: Το αντίθετο του φόβου είναι πάντα η αγάπη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου