Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ

   Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ είναι μαζί εδώ και ένα χρόνο σχεδόν. Μια συνηθισμένη ημέρα τους περιλαμβάνει πρωινό ξύπνημα στις 9 για εκείνη και με τα χίλια ζόρια λίγο πιο μετά για εκείνον. Δέκα λεπτά έκαστος στην τουαλέτα, ντύσιμο, κλειδιά, αυτοκίνητο. δουλειά. Πασαλείμματα -πάντα μπροστά σε έναν υπολογιστή- αποδοτικότητας στο γραφείο, ένα τηλέφωνο πεταχτό στο εικοστό διάλλειμα για κατούρημα-φαγητό-τσιγάρο-έλεγχο Facebook και επιστροφή στην καρέκλα που θα αφήσουν τα κόκκαλά τους μια ημέρα, να μου το θυμηθείς! Μετά από το οχτάωρο στο γραφειάκι του τρόμου θα πάνε κανένα σινεμά ή θέατρο και στα πολύ χάι χούι τους θα φάνε ή θα πιούνε κάτι μετά το και "ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΘΕΑΣΗ". Θα γυρίσουν σπίτι. Αν δεν είναι κουρασμένοι και δεν έχουν πάθει κατάθλιψη από αυτό που είδαν θα κάνουν έρωτα εικοσαλέπτου, στο τέλος θα φιληθούν και θα πλύνουν τα δόντια τους πριν κοιμηθούν. Υπάρχουν βέβαια και εναλλακτικά βράδια. Εκείνος σπίτι του να παίζει Pro και να νομίζει ότι ξανά γύρισε το παιδί που είχε ξεχάσει -η ψυχολογία των περιοδικών αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη στο να βουλώνει τρύπες- και εκείνη σπίτι της να βλέπει Sex and the city και να τρώει ενοχικά παγωτό με Stevia. Ή βράδια που θα χαζέψουν μπροστά στην τηλεόραση μαζί, ξενερωμένοι με την κακή τους τύχη, που είναι καλοκαίρι-φθινόπωρο-χειμώνας-άνοιξη και το ταβάνι είναι ακόμα άσπρο.
   Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ ανήκουν στην γενιά των ταλαιπωρημένων 30, Των ταλαιπωρημένων ή των ταλαίπωρων; Δεν έχει και πολύ σημασία καθότι η μοίρα τους έδειξε το χειρότερο πρόσωπο της από πολύ νωρίς. Παιδιά μικροαστικών οικογενειών. Με μεγάλωμα που περιείχε σπιτικό παστίτσιο τις Κυριακές, το σπίτι της Barbie για εκείνη και την άμαξα των playmobil κάτω από το δέντρο για εκείνον, γιαγιάδες που τους χαρτζιλίκωναν χιλιάρικα κρυφά από την μαμά και τους μπούκωναν για να χορτάσουν τα κατοχικά τους σύνδρομα και εκδρομές πενταήμερες που έδιναν τα πρώτα φιλιά τους σε χοροεσπερίδες στο Envy. Αργότερα οι πρώτες κρίσεις πανικού λίγο πριν τις πανελλήνιες αφού οι απαίτηση ήταν καλή σχολή γιατί ήταν καλά παιδιά και αργότερα θα γίνονταν καλοί γονείς σε δικά τους καλά παιδιά. Πανεπιστήμιο. Παρέες. Πρώτα τραύματα από τα σκέλη στα σκέλη του έρωτα. Νέες κρίσεις πανικού. Κανένα ξενύχτι για να πούνε ότι είναι φευγάτοι και μπορούν. Αγορά εργασίας. Προηγούμενοι τριαντάρηδες καμένοι και καημένοι που κάνουν την επίδειξη δύναμης life style αφού δεν μπορούν να επιδείξουν τίποτα άλλο. Πενταετία τηλεφωνήτριας και executive του κώλου που τείνει να γίνει δεκαετία και το "εγώ προσωρινά είμαι εδώ" γίνεται από την μια στιγμή στην άλλη "'άμα χάσω την δουλειά μου θα πεθάνω". Παντόφλα, καναπές, πλύσιμο δοντιών απαραιτήτως, μαξιλάρι, δάκρυ για την γυναίκα -οι άντρες δεν κλαίνε, μόνο που κάτι τέτοια βράδια κάθονται στο μπαλκόνι και καπνίζουν από τα κομμένα-, ύπνος και φτου πάλι από την αρχή την επόμενη.
   Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ προφανώς και αντιμετωπίζουν κάποια θέματα -πως να το πω- υπάρξεως. Υπαρξιακά τα λένε. Βασικά είναι ζόμπι. Δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Γι' αυτό και δεν έχουν κανονικά ονόματα όπως οι κανονικοί άνθρωποι σαν εμένα ή σαν εσένα. Ζουν σε πόλεις υπόγειες και άνυδρες. Πίνουν το νερό των αποχετεύσεων και τα Σάββατα βγαίνουν ραντεβού στα κρυφά εκεί που δεν έχει πολύ φως για να μην τους εντοπίσουμε. Καπνίζουν τα αποτσίγαρα μας και τρώνε σαβούρες στις μπανανόφλουδες που έχουμε πατάξει άθελά μας στα πεζοδρόμια. Τα σακουλάκια από τα κρουασάν που κρυφομασουλήσαμε τα χρησιμοποιούν για να παίζουν μουσικές στους γάμους και στα βαφτίσια τους. Κηδείες δεν έχουν. Είναι ήδη νεκροί και δεν βλέπω να υπάρχει κανένας τρόπος να ζωντανέψουν. They are the walking dead ψύχη τε και σώματι.
   Ένα βράδυ, σε μια βόλτα τους σαββατιάτικη, ο κύριος Χ και η κυρία Ψ έχουν βγει βόλτα στο λιμάνι της πόλης. Κοντά στα ναυπηγεία που δεν έχει πολύ φως. Περπατούν σιωπηλοί. Εκείνη σκέφτεται ότι σε μια τέτοια αποβάθρα πρέπει να έλεγε ο Καλογήρου στον Κούρκουλο το "είναι πολλά τα λεφτά Άρη" ενώ εκείνος σκέφτεται γιατί δεν έγινε ναυτικός για μπορέσει να μείνει έτσι για πάντα νέος και όχι ζόμπι που περπατάει στα κρυφά ενός ναυπηγείου για να μην τον δουν. Η κυρία Ψ προφανώς επηρεασμένη από την θάλασσα που μύριζε ελευθερία και ορίζοντα γυρίζει και κοιτάζει τον κύριο Χ. Τον βλέπει να μειδιά. Ο ίδιος ταυτόχρονα εκείνη την ώρα ορκίζεται μέσα του ότι αφού δεν έγινε ναυτικός θα γινόταν τουλάχιστον Καββαδίας ποιητής και θα πλησίαζε έτσι το όνειρό του γράφοντας στίχους τα βράδια που κάπνιζε από τα κομμένα. Αυτό του δίνει μια ώθηση να σκάσει ένα χαμόγελο. Η κυρία Ψ γοητεύεται από αυτό του το μειδίαμα. Του σφίγγει το χέρι και τον φιλάει στο στόμα απαλά. Ο κύριος Χ ξαφνιάζεται αλλά ανταποδίδει. Όταν ανοίγει τα μάτια του σκέφτεται ότι θα μπορούσε να γράψει για αυτό το ενσταντανέ στο πρώτο του ποίημα. Κοιτάζει την κυρία Ψ στα μάτια και την παίρνει αγκαλιά. Αρχίζει τότε να της εξιστορεί για τα ψεύτικα ταξίδια που έκανε μικρός πάνω στην ταράτσα του εξοχικού τους λέγοντας στον μικρό του αδερφό ότι το σπίτι ήταν υπερωκεάνιο και εκείνοι καπετάνιοι. Τότε και εκείνη του εξομολογείται για την έμφυτη κλίση της στην ζωγραφική και τα μυστικά σχέδια που κάνει στην δουλειά και τα κρύβει κάτω από τις προσφορές και τα συμβόλαια. Εγκάρδια χάχανα. Καλοκαίρι χωρίς μα μου σου του. Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ μιλούν μυστικές λέξεις.
   Απορροφημένοι από την ανεύρεση αυτής της μυστικής γλώσσας που ανακάλυψαν, ξεχάστηκαν και τους πέτυχαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, να τρώνε μακαρονάδα αμφιβόλου ποιότητας σε ένα από τα εστιατόρια του λιμανιού δίπλα σε κάτι ναυτεργάτες, κανονικούς. Χωρίς να πλύνουν τα δόντια τους παίρνουν ταξί -τι όμορφο κίτρινο χρώμα έχουν τα ταξί αλήθεια!- και δίνουν  το πρώτο τους πρωινό φιλί πριν αποχωριστούν. Καφές και κουλούρι και το σαλάκι τρέχει. Οι ώρες στο γραφείο είναι ροζ απαλό και μυρίζουν τσιχλόφουσκα. Ο κύριος Χ γλιτώνει μια συνάδελφο από βέβαιη απόλυση. Η κυρία Ψ ακούει κρυφά μουσική και ζωγραφίζει ένα σπίτι με κήπο πάνω σε ένα post it. Χαμογελάει στο παιδί που της φέρνει κάθε ημέρα τις φωτοτυπίες και εκείνος της λέει ότι σήμερα λάμπει. Η κυρία Ψ μπορεί να παραιτηθεί μπορεί και όχι. Μπορεί να γίνει μαμά ή ζωγράφος που θα κάνει εκθέσεις με post it. Ο κύριος Χ μπορεί να μην έγινε ναυτικός αλλά θα γράψει σίγουρα ένα, δύο ή και τρία ποιήματα. Έχει ανοίξει φανερά σελίδα και διαβάζει Καββαδία. Το απόγευμα η κυρία Ψ θα περπατήσει μέχρι το σπίτι και θα δει για πρώτη φορά τα πρεβάζια στην απέναντι πολυκατοικία. Καλαμωτές που πάνω τους αποκοιμιέται ο ήλιος. Μια ημέρα έφυγε. Χαμογελάει. Αυτή η μέρα επιτέλους ήρθε! Αναδιατυπώνει. Ο κύριος Χ κάνει μπάνιο. Το νερό είναι καθαρό. Δροσερό και διάφανο. Πάνε τα απόνερα των υπονόμων. Ακούγεται jazz από το laptop. Ένα περιστέρι στον ακάλυπτο. Υπάρχει. Όμορφα φρεσκοπλυμμένα σεντόνια. Παγωτό σοκολάτα χωρίς ενοχές. Χτυπήματα κουδουνιών. Αγκαλιές. Ταινία. Πολλές μικρές ευτυχίες μαζεμένες. Όλα ίδια μα αλλιώς. Τα ζόμπι κάποιες φορές ανασταίνονται. Αρκεί να το θέλουν πολύ.



Info tip:
Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ ζουν ανάμεσα μας. Έχουν πια αναστηθεί και έχουν μη κανονικά ονόματα αφού αποφάσισαν να είναι μη κανονικοί άνθρωποι. Θα ήθελαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους.
  
  
  
  

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Το Κορίτσι Μου

    Μισοδιαβασμένα βιβλία ανοιχτά πάνω στο γραφείο. Μολύβια, ξύστρες και γόμες ψυχαναγκαστικά τοποθετημένα στην σειρά δεξιά της κασετίνας και αριστερά του ντοσιέ με τις εκθέσεις. Τα μαθηματικά κρυμμένα στον πάτο των στοιβαγμένων τετραδίων. Στην κορυφή της βιβλιοθήκης λούτρινα απορημένα και μια καρέκλα ζεστή ακόμα από το πήγαινε έλα της βαρεμάρας. Η ώρα οχτώ και κάτι. Τα παιδιά ακούγονται στην πιλοτή που παίζουν κρυφτό ή κάτι τέτοιο. Σε λίγο νυχτώνει μα εκείνα δεν ακούν τα καλέσματα για μάζεμα, πλύσιμο και ύπνο. Είναι αρχές Ιουνίου. Είναι σορτσάκια λουλουδάτα. Είναι πόδια γεμάτα γρατζουνιές. Είναι φίλοι που λένε μυστικά πίσω από τις κολόνες. Μια βέσπα με ζεστή ακόμα την μηχανή μαρσάρει στην ανηφόρα. Είναι καλοκαίρι του '92.  
   Το κορίτσι ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά. Πρώτος όροφος. Βγάζει το ιδρωμένο φανελάκι. Πετάει τα πέδιλα από εδώ και από εκεί και τρέχει στο μπάνιο για ολική επαναφορά. Λίγο τα αυτιά να σαπουνιστούν ακόμα και ξέβγαλμα. Πιτζαμάκια σεταρισμένα και άραγμα στον καναπέ. Κανένα παιδί δεν κοιμάται από τις εννιά στην Ελλάδα. Ειδικά το καλοκαίρι. Τα πατουσάκια έχουν ακόμα λίγη σκόνη. Δεν βαριέσαι! Τρίβει με επιφύλαξη το δάχτυλο στον κίτρινο καναπέ της μαμάς. Κανένα ίχνος. Μαζεύεται η οικογένεια. Μαμά, μπαμπάς και αδερφός. Με αυτή την σειρά. Πάντα. Αρχίζει ταινία στην τηλεόραση. Η μαμά δεν θα καταλάβει ότι είναι εννιά και δεν έχει πάει για ύπνο. Ο μικρός παραπονιέται για μάσα. Ώρα είναι. Πλαστικά πιάτα σε όλα τα χρώματα με το κατιτίς τους μέσα. Η ώρα που μαζεύεται η οικογένεια είναι ιερή. Τίτλοι αρχής. Το κορίτσι μου. Η ταινία ξεκίνησε.
   Όταν ο Macaulay συνάντησε τον έρωτα της ζωής του άρχισε να τρέχει πίσω από ένα ποδήλατο όλη ημέρα. Ο Thomas και η Vanda γίνονται αδελφοποιτοί, έπειτα φιλιούνται και για να σπάσουν την σιωπή της αμηχανίας λένε τον εθνικό ύμνο δυνατά. Σε μια λίμνη δίπλα. Τίποτα δεν πρόκειται να χαλάσει την ηρεμία της οικογενειακής καθιερωμένης συνάθροισης και τίποτα δεν πρόκειται να θορυβήσει την ζωηρή πατούσα του κοριτσιού που τώρα παιχνιδίζει με τα κρόσσια της μπροστινής πολυθρόνας. Ο μπαμπάς ροχαλίζει ρυθμικά. Η Vanda θέλει να γίνει συγγραφέας και είναι ερωτευμένη με τον καθηγητή της. Είναι έντεκα χρονών.
   Έλα όμως που οι μέλισσες τσιμπάνε το αγόρι. Ο μικρός αγκαλιά με το μαξιλάρι έχει χωθεί στην αγκαλιά της μαμάς και κλαίει. Το αγόρι πέθανε. Ο μπαμπάς από τα κλάματα του μικρού ξυπνάει και ανακάθεται στην θέση του. Βήχει για να πάρει φόρα και να πει το κλασικό "ταινία είναι" και να τονίσει "μην κάνετε έτσι βρε παιδιά". Η πατούσα του κοριτσιού έχει ιδρώσει. Το κρόσσι πηγαινοέρχεται για λίγα δευτερόλεπτα μόνο του σαν να θέλει να αντιδράσει στην πολύωρη ταλαιπωρία του. Το κορίτσι της ταινίας κλαίει και αναρωτιέται γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι. Το κορίτσι του καναπέ αναρωτιέται το ίδιο. Δεν κλαίει. Θα κλάψει στο μαξιλάρι της μετά και πιο μετά από το μετά.
   Το θέμα με την ενηλικίωση είναι ότι τα μισοδιαβασμένα βιβλία παύουν να μην σε ενοχλούν. Άλλες φορές πρέπει άλλες θέλεις και άλλες μπορείς -ή δεν μπορείς- να τα διαβάσεις μέχρι το τέλος. Στην καλύτερη των περιπτώσεων δίνεις χρόνο στο εαυτό σου. Για να τα διαβάσει. Κλειστά ή ανοιχτά δεν έχει σημασία. Πρέπει να διαβαστούν και να τοποθετηθούν σε κάποιο ράφι. "Be a thunderstorm" παροτρύνει ο καθηγητής της Vanda τους μαθητές του στο τέλος της ταινίας. Όσο πιο θόρυβο κάνει η καταιγίδα τόσο το καλύτερο. Μέχρι να φτάσει να κάνει τόσο πολύ πια που δεν θα ακούς τα καλέσματα για μάζεμα, πλύσιμο και ύπνο. Όπως κάποτε.


Info tip:
Να μην ξεχάσω να μαζέψω τα μαλλιά μου, πριν βγω στην πιλοτή, για να παίξω μπουγέλο.




Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

'Ονειρο θερινό

   Τα κλειδιά στο χέρι, το κινητό, πορτοφόλι και μια ζακέτα για την ψύχρα. Που ακόμα κι αν κάνει καύσωνα εσύ θα την ρίξεις ούτως ή άλλως στους ώμους σου για να νιώσεις ακόμα πιο επιρρεπής στη νύστα που σε γυροφέρνει εκείνη την ώρα. Ειδικά στις μεταμεσονύκτιες προβολές. Χαλαρώνεις στην καρέκλα. Βυθίζεσαι μέχρι εκεί που μπορείς να φτάσεις. Γέρνεις το κεφάλι στον συμπαθητικό διπλανό σου -αν δεν υπάρχει ενδιάμεσο τραπεζάκι για τα παρελκόμενα- και κάποιες φορές φτιάχνεις δικό σου φινάλε. Με μάτια κλειστά που ονειρεύονται. Σινεμάδες.
   Δεν θυμάμαι πια ήταν η πρώτη φορά που πήγα σε θερινό. Πολύ πιθανόν να ήταν εκεί γύρω στα δεκαπέντε, στο λύκειο. Θα ήταν κι αυτό της μόδας. Σαν τον φραπέ με Baileys, τα δίπατα παπούτσια, τις γαλάζιες σκιές πάνω από το μάτι και τα κοντά μπλουζάκια. Η δυναστεία του Beverly Hills 90210. Τόσο δυνατή επιρροή που ακόμα θυμάμαι το νούμερο και δεν χρειάστηκε να το γκουγκλάρω. Αυτό κι αν είναι σπουδαίο. Μερικές μνήμες μας φοράνε ακόμα σιδεράκια και δένουν τα παπούτσια τους στην στάση του λεωφορείου, κρατώντας το πεντοχίλιαρο σφιχτά στη χούφτα για να μην το χάσουν. Η ταινία αρχίζει μόλις παιχτούν τα προσεχώς. Προλαβαίνουμε.
   Βουτυράτο φρεσκοψημμένο γνωστό έδεσμα μπαίνει στα ρουθούνια δυο τετράγωνα πριν φτάσεις. Έχει έρθει η σειρά σου πια στο ταμείο και το σαλάκι νομίζεις θα στάξει πάνω στο πεντάευρω που σπρώχνεις διακριτικά στην κοπέλα. Φυσικά έχεις πάει μέρα "δύο εισιτήρια στην τιμή του ενός". Αυτά είναι τα καλύτερα! Συνήθως μαλώνεις με την φίλη ή τον φίλο για το ποιος θα πληρώσει για την ταινία και συνήθως -πάλι- τα βρίσκετε στα ποτά μετά. Καλοκαίρι, cocktail σε ταράτσα στο Μοναστηράκι και μετά σβήσιμο με μπύρα στα παγκάκια του Λυκαβηττού. Ξημερώματα. Αθάνατο βράδυ twenty something. Στα παγκάκια του Λυκαβηττού δε, θα κάνεις και την ανάλυση του έργου. Με αφορμή τόσο τα εν κατακλείδι της ταινίας όσο και το απέραντο φωτισμένο "πόσο μικροί είμαστε" της Αθήνας μπροστά σου, θα φιλοσοφήσεις για την ομορφιά της ζωής και θα αγκαλιαστείς με τον τύπο δίπλα σου. Σαν ταινία με την Julia ή την Jenifer ένα πράγμα. Χωρίς τις υγρές ματάρες της μιας ή τα "εγώ δεν τα πετυχαίνω ποτέ σ' εμένα" μαλλιά της άλλης αλλά  με όλο το συναίσθημα που απαιτείται να έχει μια πρωταγωνίστρια. Η ταινία αρχίζει.
   Μυρωδιά νυχτολούλουδου ανακατεμένη με κρέμες σώματος. Κάποιος φοράει ακόμα old spice τρεις θέσεις πιο δίπλα. Αέρας φωνάζει με θράσος για σουβλάκι, καρπούζι με φέτα ή απλά νοτισμένη άμμο από θαλασσινό νερό. Η ταινία αρχίζει. Ένα χέρι κρατάει σφιχτά το δικό σου. Η πιο παράξενη ελευθερία που γεύτηκες ποτέ. Πάλι η νοτισμένη άμμος στην μύτη σου. Σήμα κατατεθέν του παραδείσου. Λείπουν οι φοίνικες και η αιώρα. Τα αστέρια -ευτυχώς- τα έχεις πάνω από το κεφάλι σου. Κάπου μεταξύ Almodovar και Woody βρίσκεις την αιώρα. Στον Christopher Nolan ανακαλύπτεις τον έναν φοίνικα. Ποιος το περίμενε; Ο Tim παρεάκι με τον μούσο του τον Jonny σου φέρνει κατευθείαν από την Καραϊβική τον άλλον. Συνέρχεσαι λίγο μέχρι που ο Harry Potter σε μεταμορφώνει σε χαβανέζα και πια έχεις μεταφερθεί τελείως στο παράδεισο. Διάλλειμα.
   Με την επιστροφή στην καρέκλα έχεις γεμίσει με πολεμοφόδια από το κυλικείο και τα δυο σου χέρια. Κανένας παράδεισος δεν έχει για πάντα ειρήνη. Μικρές μάχες με το παγωτό μηχανής να λιώνει στο στόμα σου και τα πατατάκια αριστερά σου και δεξιά σου να παίζουν ορχηστρική μουσική από τα Βαλκάνια. Συμφωνικό χάος. Αυτό κι αν έχει ομορφιά. Τώρα πια αναζητάς διακαώς το νυχτολούλουδο να ανακατέψει την μυρωδιά του με την αλοιφή για τα κουνούπια. Το νυχτολούλουδο είναι ακόμα εδώ. Παράδεισος once again. Η ταινία είναι μεταγλωτισμένη και της δένεις τα κορδόνια που σέρνονται στα χαλίκια. Μαμά τελειώνει;
   Όσο κοιμόμουν πάνω στο μπράτσο του συμπαθητικού διπλανού μου είδα ένα όνειρο. Είδα λέει το χέρι που με κρατούσε σφιχτά να έχει γεράσει. Όπως και το δικό μου χέρι. Γύρω μου μύριζε ναφθαλίνη και λεβάντα. Μα πάνω από όλα νυχτολούλουδο. Πάντα νυχτολούλουδο. Είδα δυο πλάτες κοντά πολύ κοντά η μία με την άλλη. Είδα άσπρα μαλλιά και καφετί ρούχα. Είδα μπροστά τους μια οθόνη μεγάλη να φωτίζει τα άσπρα τους μαλλιά και να τα κάνει ασημένια. Είδα στην οθόνη να γράφει "that's all folks". Καλοκαίρι. Σε ένα θερινό σινεμά. Μια Κυριακή βράδυ. The end.
  
  
Tip:
Ό αγαπημένος μου θερινός κινηματογράφος είναι το Cine Αρκαδία της φωτογραφίας. Ανακαλύψτε τον.
  
 

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Ένας νάνος φτυστός Gremlin

   Το κλειδί ήταν πάντα στην εξώπορτα. Μην τυχόν και θελήσει κάποιος κάτι να φάει ή να πιει και χάσει περιττό χρόνο στα "ποιος είναι" και στα "τι θέλει". Τα παπούτσια άλλωστε είχαν άλλη χρησιμότητα. Να ομορφαίνουν τα πόδια, να βγαίνουν μετά από to πολύωρο σουλατσάρισμα και να μπαίνουν στην λεκάνη για ποδόλουτρο ή να μαζεύονται των Αρχαγγέλων για να μην κινδυνέψουν οι ψυχές να ταξιδέψουν πριν την ώρα τους. Το κλειδί λοιπόν έξω από την πόρτα. Τριώροφο σπίτι. Κληρονομιά από σμυρνιά γιαγιά. Κωλοπετσομένη. Δεν την γνώρισα μα σαν να την ήξερα.
   Τον χειμώνα η κοτόσουπα έβραζε πάνω στην καφέ σιδερένια σόμπα. Ένα ορθογώνιο άλμπουμ αναμνήσεων με χοντρό φουγάρο για να κρατά ζεστές τις νύχτες με τα σόγια γύρω από το παμπάλαιο σκαλιστό τραπέζι. Ο παππούς νταλαβεριτζής και βασιλιάς της τηγανητής πατάτας. Φύλαγε τις πιο καλοψημμένες σε πιατάκι δίπλα του και μου τις έχωνε με χαρά στο στόμα. Έπινε τον κράσο του και δεν είχε ποτέ του πρόβλημα που το σπίτι ήταν κέντρο διερχομένων. Όταν του ερχόταν η ντάγκλα, μα πρωί μα μεσημέρι μα βράδυ, αποχαιρετούσε την κομπανία και πήγαινε στην κρεββατάρα του. Ροχαλητό εν δυο τρία και νάνι.
   Το τραπέζι δεν το σήκωνε κανείς. Μάζευε όποιος έμενε τελευταίος τα περιττά και την θέση των μεζέδων έπαιρναν καφές, κουλούρια και κουβεντολόι. Έβαζε καμιά φωνή στα γυναικεία χάχανα ο παππούς και άλλαζε πλευρό. Μαντάμες και κοριτσόπουλα μπαινόβγαιναν στο σαλόνι. Πάνω στο τραπέζι ρόλεϊ και τσιμπιδάκια μαζί με Ava για τα πιάτα και λεμόνι στυμμένο ή μπύρα στο κουτί. Η γιαγιά καθότι κομμώτρια είχε μετατρέψει το μισό σπίτι σε ινστιτούτο καλλονής και καθώς έλεγε το Ava, όχι επειδή ήταν φτηνό, αλλά έκανε τα καλύτερα λουσίματα. Εγώ από την άλλη να σκουπίζω με τις ώρες τις ατέλειωτες τρίχες γύρω από την κάσκα μπας και ξεκλέψω κανένα μεγαλίστικο τερτίπι και το παίξω έπειτα μπροστά στον καθρέφτη ενώ οι κυρίες με φιλούσαν πεταχτά και με ρωτούσαν "τι θα γίνεις πουλάκι μου όταν μεγαλώσεις εσύ;" και τότε εγώ τους απαντούσα "κουρεύτρια ή ηθοποιός" και ξανά μανά η σκούπα να παιδεύεται στο πήγαινε έλα.
   Η πιο γιαγιά από την γιαγιά, η μαμά της γιαγιάς δηλαδή, άκουσε ότι ήθελα να γίνω θεατρίνα σ´ ένα από τα καθιερωμένα καλοκαιρινά τσιμπούσια στην βεράντα. Μαζεμένοι θείοι, θειές και βλαμμένα τριτοξάδερφα, που έτρωγαν τις πατάτες μου. Ραδιόφωνο της κακιάς ώρας αγορασμένο από κατάστημα ηλεκτρονικών σαν του Ιάσωνα από το Ρετιρέ. Έπαιζε σίγουρα Λίτσα Διαμάντη. Σίγουρα όμως. Η τηλεοραση επίσης στη διαπασόν με τον Χατζηνικολάου κρυμμένο πίσω από τα πατομπούκαλα που αναρωτιόταν για την λιτότητα κι εμένα κορδωμένη σαν το παγώνι. Η μαμά αποκάλυπτε το πεπρωμένο μου στην ομήγυρη. "Πουτάνα θα γίνεις;" φώναξε κατακόκκινη η γιαγιά η μεγάλη και το περήφανο κορμάκι μου ζάρωσε απότομα. Λούφαξα τότε στην γωνιά μου και δεν ξανά μίλησα όλο το βράδυ κι ας με λέγανε μουτρού. Αμ το παγώνι δεν πεπόνι καλή μου! Δεν πεπόνι!
   Είχαμε κι άλλα ευφάνταστα βράδια. Τα καλοκαίρια μύριζαν νυχτολούλουδο και σουβλάκια. Μας κοίταζαν οι γύψινοι νάνοι, κρυμμένοι πίσω από τα γεράνια και μούδιαζε όλο το είναι μας. Ποτέ μου δεν κατάλαβα αλήθεια για ποιον λόγο να έχει καποιος στον κήπο ή στην βεράντα του έναν νάνο Gremlin. Μόνη μου νύχτα δεν πήγαινα προς τα εκεί. Μ' έτρωγε να πάω αλλά δεν πήγαινα. Πολλές φορές άμα τους κοίταζα για πολλή ώρα νόμιζα κουνιόντουσαν. Την άλλη ημέρα που πήγαινα να τους ξανά δω είχαν αλλάξει και θέσεις μεταξύ τους. Gremlin!
   Τα Χριστούγεννα στολίζαμε ένα ασημένιο δέντρο με κάτι γυάλινες μπάλες χρωματιστές κι εύθραυστες. Προσοχή στο εύθραυστες! Ιεροτελεστία! Μέχρι τα δέκα μου δεν επιτρεπόταν να τις πιάσω εγώ. Μα ποιος νοήμον άνθρωπος αγοράζει ασημένιο δέντρο σαν το δεύτερο λαϊκό πρόγραμμα του Φλωρινιώτη και μπάλες από γυαλί; Από όλα τα δέντρα όμως αυτό εχω αγαπήσει πιο πολύ. Όταν τελείωνε η μαμά με το ξετύλιγμα μιας μιας της μπάλας από την εφημερίδα και πολύ προσεκτικά την τοποθετούσε στο κλαδί, εγώ αναλάμβανα να φτιάξω την φάτνη. Μπουκωμένη με κουραμπιέδες και βουτηγμένη στις χρυσόσκονες κατάφερνα να φτιάξω την πιο ωραία φάτνη του κοσμου! Αυτό δεν ήταν λίγο ε;
   Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού ήταν στον δεύτερο όροφο. Κάθε φορά που μας πήγαινε η μαμά εκδρομή στο πατρικό της, μόλις δέκα λεπτά απόσταση με το ταξί από το δικό μας σπίτι, ο κόσμος μας φωτιζόταν. Έπιανα με τα δάχτυλα μου το διαχωριστικό λάστιχο στο ταξί, γαντζωνόμουν σχεδόν και κολλούσα την μούρη μου στον οδηγό ανυπομονώντας να φτάσουμε για ν' ανέβω δυο δυο τα τσιμεντένια σκαλιά και να προλάβω να κάνω εγώ το ποδαρικό. Το σπίτι αυτό γκρεμίστηκε. Είναι καμιά δεκαριά χρόνια τώρα. Την θέση του πήρε μια πολυκατοικία που έπιασε όλο το τετράγωνο. Αντιπαροχή. Μα κάθε φορά που οι νάνοι φτυστοί με κάποιο Gremlin αλλάζουν θέσεις εγώ το θυμάμαι. Ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Η βεράντα είχε τα πιο ωραία γεράνια της γειτονιάς.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Ειρήνη Ημίν

   Τζιν αγορασμένο από την λαϊκή. Του δεκάευρου. Μαλλιά λαδωμένα. Χτενισμένα με τσατσάρα πλαστική για να μπορεί να γίνεται περίτεχνα η χωρίστρα στο πλάι και να μην φαίνεται πολύ το μαύρο κάτω από το ξανθό. Κοντοκουρεμένη. Ασουλούπωτη. Με ένα ξεθωριασμένο μαύρο πουκάμισο και μια καφέ καμπαρντίνα από πάνω. Αθλητικά παπούτσια. Σακούλες πλαστικές στην διπλανή θέση και σφιχταγκαλιασμένη κόκκινη τσάντα. Ξεφτισμένη. Τα νύχια της πότε λαμπύριζαν λευκές ίριδες και πότε δαγκωμένα γιατί. Βλέμμα χαμηλωμένο σαν να έψαχνε τις χαμένες ευκαιρίες στα παπούτσια των συνεπιβατών. Πότε κάτι έβρισκε πότε κάτι έχανε έξω από το παράθυρο. Στα σφυρίγματα του τρένου γύριζε το κεφάλι της να δει μήπως πετάχτηκαν απ' έξω οι στιγμές της. Στάση μέχρι τον επόμενο σταθμό. Χαλάρωνε τον μεγάλο της πισινό στο κάθισμα. Σαν να ήταν η μόνη επανάσταση που μπορούσε να κάνει. Αυτή η θέση είναι δική μου. Έτσι φώναζε με θράσος. Από μέσα της. Έπειτα ξανά κοίταζε κάτω. Ενοχικά. Λίγοι την κατάλαβαν.
  Καθόμουν ακριβώς απέναντι της. Τα δικά μου παπούτσια ήταν από τα πρώτα που εντόπισε. Στην αρχή τα μάζεψα σαν να μην ήθελα να μου κλέψει συγκινήσεις. Εγώ με τούτα προχθές ερωτεύτηκα και πριν δυο εβδομάδες χόρεψα. Είναι δικά μου. Μέχρι που μούδιασαν τα πόδια μου να κρέμονται στον αέρα και τα αμόλησα προς κοινή βρώσιν και πόσην. Σκεφτόμουν τα μαθήματα που χρωστούσα στην σχολή και κλαψούριζα εσωτερικά ψευτομοιρολόγια. Είχα μόλις χωρίσει από τον προχθεσινό μου έρωτα και παράλληλα έκλεινα ραντεβού στον σημερινό χαζεύοντας την ζωή που ήταν μπροστά μου και μύριζε πορτοκαλιές και άρωμα πολυτελείας. Ψεκασμένο από πάνω μέχρι κάτω. Για να τραβάει την προσοχή. Ήμουν 20 χρονών.
   Πρέπει να ήταν γύρω στα 50. Το κατάλαβα όταν συναντήθηκαν τα βλέμματα μας για πρώτη φορά. Ίσως να μπορούσα να πω ότι ήταν και λίγο πιο μικρή αν τα μάτια δεν με κοίταζαν με τόσο θαυμασμό. Ξαφνικά ντράπηκα. Γι' αυτά που είχα εγώ και εκείνη δεν είχε. Το λιγότερο; Είχα την ζωή μπροστά μου. Εκείνη μόνο 2-3 σακούλες πλαστικές και μια τσάντα ανάμεσα στα στήθια. Γύρισα προς την μεριά του παραθύρου. "Όμορφο που είναι το Θησείο αυτή την εποχή!" είπε. Ψέλλισα κάτι σαν ναι και συνέχισα να κοιτάζω προς τα έξω. Ντροπή μεγάλη. Ξανακάθισε τον τουρλωτό της στο κάθισμα και συνέχισε "Ποτέ μου δεν την περίμενα αλλά πάντα ερχόταν!". Μα καλά τρελή ήταν; Τι περίμενε; "Την ευτυχία λέω! Δυο τρία χαζοψώνια, ένας μπακλαβάς που έχω εδώ καταχωνιασμένο" και μου έδειξε την τσάντα της "και την άνοιξη! Τι άλλο θέλει κανείς;" είπε και εγώ κάγχασα συγκαταβατικά. Έπειτα κούρνιασα στην γωνιά μου και καμώθηκα πως κοιμάμαι για να μην με ζαλίζει. Το τρένο έτρεχε.
    Ένιωθα τον συρμό να με ταρακουνάει και νανουριζόμουν. Κάποια στιγμή πρέπει να μπήκε και κάποιος με ακορντεόν. Ασυναίσθητα έσφιξα ακόμα πιο δυνατά την τσάντα μου. Μα καλά! Κρατούσα τσάντα όταν μπήκα ή την φορούσα στην πλάτη; Άνοιξα τα μάτια μου. Κανείς δεν καθόταν απέναντι μου. Τα ρούχα μου ένα ξεβαμμένο τζιν. Του δεκάευρου. Μια καπαρντίνα καφέ και αθλητικά παπούτσια. Σάστισα. Χρειάστηκαν κάνα δυο λεπτά για να συνέλθω. Ύστερα κοιτάχτηκα στην αντανάκλαση του παραθύρου. Χάιδεψα τρυφερά το είδωλο μου στο τζάμι. "Γιούλη" είπα "είσαι ακόμα 20 χρονών..." και ξανά τούρλωσα τον άπαυτό μου. Αυτή την φορά σαν να ήθελα όλοι να με κοιτάξουν.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Η λίμνη Αστερόσουπα

   Μια φορά και έναν καιρό και χίλια χρόνια πιο παλιά από το τώρα, σε μια χώρα κρυμμένη πίσω από το πιο πυκνό δάσος του κόσμου, όπως τον γνώριζαν τότε οι άνθρωποι, υπήρχε ένα κάστρο απόρθητο και μια λίμνη μπροστά του, μικρή σαν ένα δάκρυ. Την είχαν ονομάσει Αστερόσουπα, η πιο όμορφη και πιο λυπημένη λίμνη σ' ολόκληρη την γη. Κοντά στο κάστρο και την λίμνη υπήρχε ένα χωριό με χίλιους δυο κατοίκους ακριβώς. Χίλιοι καλοί και δυο μπασταρδεμένοι, δηλαδή ούτε καλοί ούτε κακοί. Το χωριό το έλεγαν Κανόνι και κανείς δεν ξέρει αν το όνομά του είχε βγει από τον κανόνα ή από την λέξη κανονικός. Κανείς δεν ξέρει.
   Το κάστρο, που μπροστά του είχε την Αστερόσουπα, την πιο λυπημένη λίμνη σ' ολόκληρη την γη, δεν είχε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Μόνο πέτρες χτισμένες και γερές μέχρι την κορυφή και ταβάνι ψηλό για να μπορεί να αναπνέει η πριγκίπισσα. Ναι! Έμενε και μια πριγκίπισσα εκεί. Γίνεται κάστρο χωρίς πριγκίπισσα; Το όνομα της δεν το ήξερε ούτε εκείνη, το είχε ξεχάσει χρόνια πολλά ή της το είχαν κλέψει καλικάντζαροι, Χριστουγεννιάτικα βράδια που άφηνε ξεκλείδωτη την χαραμάδα, οπότε κι εγώ δεν μπορώ να σας το πω. Μπορώ να σας πω όμως ότι φορούσε πάντα λαμπερά ρούχα. Λευκά και νεραϊδοφωτισμένα, που λαμπυρίζανε στο σκοτάδι. Η ίδια είχε φυσικά ρυθμίσει τους καθρέφτες του κάστρου της να δείχνουν τα ρούχα γκρι ή νοτισμένο μαύρο που και που, ούτως ώστε να μην δει το φως τους καμιά ημέρα ξαφνικά και τυφλωθεί από την λάμψη τους. Όλα λειτουργούσαν ρολόι μέσα στο κάστρο. Άλλωστε τα περιττά τα είχε διώξει από καιρό και το κάστρο δεν είχε πολλές δουλειές για να γίνουν άρα ούτε και πολλούς υπηρέτες. Βασικά δεν είχε υπηρέτες. Ούτε έναν. Την υπηρετούσε ο εαυτός της. Άψογα. Ακούραστα. Αγόγγυστα.
   Το κάστρο αποτελούνταν από δύο ορόφους. Στον κάτω όροφο υπήρχε ένα τζάκι και μια πολυθρόνα με κάτι βιβλία δίπλα. Πιο δίπλα μια μηλιά για να έχει κάτι να τρώει και ένα πηγάδι για να έχει κάτι να πίνει. Χτισμένα όλα μέσα στο σπίτι για να μην χρειάζεται να βγαίνει ούτε μέχρι τον κήπο. Ενώ στον επάνω όροφο υπήρχε ένα διπλό κρεββάτι, για να μπορεί να τεντώνεται στα μεγάλα κέφια της και μια ντουλάπα, που έκρυβε τα πολλά φορέματά της. Φυσικά είχε τουαλέτα το σπίτι! Τι με ρωτάτε; Ακόμα και οι πριγκίπισσες ενεργούν κατά αυτόν τον τρόπο που και που!
   Οι ημέρες περνούσαν ήρεμα με τα πάνω κάτω της πριγκίπισσας. Εννοώ με την ίδια να ανεβοκατεβαίνει ορόφους και να κοιτάζεται στους καθρέφτες. Κάθε ημέρα το ίδιο μοτίβο. Τόσο βαρετό που οι κάτοικοι του χωριού Κανόνι έπαψαν να την παρακολουθούν τα βράδια για να δουν τι κάνει μόνη της εκεί μέσα και δεν βγαίνει να ζήσει μαζί τους ειρηνικά. Είχαν καταφέρει να σκάψουν μια τρύπα στο πάνω μέρους του σπιτιού ανάμεσα από δυο πέτρες εύθραυστες που επέτρεπαν να συμβεί κάτι τέτοιο. Μικρή τρύπα όσο η κόρη του ματιού ενός πολύ έξυπνου ανθρώπου. Σκαρφάλωναν σε μια σκάλα όταν ο ήλιος αποκοιμιόταν και την παρακολουθούσαν με βάρδιες. Μέχρι που βαρέθηκαν και σταμάτησαν.
   Ένα πρωί η πριγκίπισσα ακολουθούσε την γνωστή πάνω κάτω διαδρομή της όταν αντιλήφθηκε την ύπαρξη της τρύπας. Την έπιασε πανικός. Πρώτα έσπρωξε το κάτω μέρος της ρόμπας της για να κλείσει το κενό. Μετά σκέφτηκε πως θα έπρεπε να μείνει εκεί όλη ημέρα. Πήρε το σεντόνι από το κρεββάτι της όμως φοβήθηκε ότι δεν θα είχε με τι να σκεπαστεί το βράδυ. Απελπισμένη έβαλε το δάχτυλο της ανάμεσα από τις δύο εύθραυστες τρύπες και τότε το ένιωσε. Το γλυκό ανοιξιάτικο αεράκι που ακούγεται τόσο μελό στα ποιήματα των ερωτευμένων όμως να... Το ένιωθε τώρα εντός της. Ένα ρίγος την διαπέρασε. Σαν πονόδοντος ή κάτι τέτοιο. Σίγουρα δυσάρεστο ωστόσο. Την έγδερναν κι οι πέτρες στα πλαϊνά του αντίχειρα οπότε αποφάσισε πως δεν ήταν καιρός για ηρωισμούς και  έτσι τράβηξε αργά αργά το δάχτυλο της που είχε τρυπηθεί από τα βέλη της άνοιξης. Σχεδόν θανάσιμα. Έλα όμως που την έτρωγε η περιέργεια. Πλησίασε το πρόσωπό της στην σχισμή και τοποθέτησε την κόρη του ματιού της στην τρύπα και τότε το είδε. Ήταν ίδιο με το δικό της και έστεκε στην απέναντι πλευρά. Ένα δάχτυλο που κάτι φώναζε. Λίγο πιο μακριά.
   Η λίμνη είχε πάρει το όνομα Αστερόσουπα από έναν παλιό μύθο. Λένε ότι όταν πρωτοφτιάχτηκε αυτός ο κόσμος ο ουρανός ήταν ερωτευμένος με τη γη και τις νύχτες κατέβαινε σ' αυτή την μεριά του πλανήτη, όπου κρυβόταν η καρδιά της, για να της κάνει έρωτα. Τα χάδια και τα φιλιά τους ήταν τόσο έντονα που κάθε φορά που άγγιζαν ο ένας τον άλλον ξεπηδούσαν δίπλα τους μικρά άνθη, ενώ τα χάχανα και τα πνιχτά γέλια τους, γεννούσαν με τον αντίλαλό τους τα πουλιά της νύχτας, τις πεταλούδες και τις χρυσόμυγες. Μια νύχτα ο ουρανός εκστασιασμένος από τα αστέρια που είχαν κατακλύσει την ψυχή του -τόσο ερωτευμένος ήταν- ξεχάστηκε και δεν κατέβηκε στην γη. Την επόμενη νύχτα λοιπόν εκείνη, πληγωμένη καθώς ήταν, όταν αυτός πλησίασε να την φιλήσει στο στόμα, δεν του χαρίστηκε διόλου. Τον δάγκωσε με τόση λύσσα που από τα ουρλιαχτά του σχηματίστηκαν τρία από τα πιο ψηλά βουνά του κόσμου. Όπως τον ήξεραν τότε φυσικά. Ο ουρανός δεν ξανακατέβηκε στην γη. Κάθε βράδυ όμως έκλαιγε κρυφά για τον χαμένο του έρωτα. Τα δάκρυα του ήταν μικρά αστέρια που ξεριζώνονταν ένα ένα από την ψυχή του. Έτσι σχηματίστηκε με τους αιώνες η λίμνη Αστερόσουπα. Εκεί επέλεξε να φτιάξει το κάστρο της η πριγκίπισσα.
   Απέναντι της, λοιπόν, λίγο πιο πέρα από την λίμνη, υπήρχε μια λακκούβα και από μέσα της ένα δάχτυλο μάλλον φώναζε για βοήθεια. Το κατάλαβε από τον τρόπο που περιστρεφόταν μανιασμένο. Η πριγκίπισσα τράβηξε το κεφάλι απότομα από την τρύπα. Δηλαδή θα έπρεπε να βγει έξω και να σώσει τον ιδιοκτήτη του δαχτύλου που είχε πέσει στην λακκούβα; Τι θράσος να της ζητάει κάτι τέτοιο το σύμπαν! Εκείνη δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν. Καθόταν ήσυχη φορώντας τα γυαλιστερά λευκά φορέματά της που οι καθρέφτες της τα έδειχναν γκρι ή μαύρα. Σκέφτηκε να του φτιάξει σαΐτα που θα έγραφε "κάνε υπομονή" αλλά δεν χώραγε από την τρύπα. Μετά σκέφτηκε να ειδοποιήσει έναν από τους κατοίκους του χωριού Κανόνι αλλά δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα το τηλέφωνο. Τέλος σκέφτηκε να κάνεις πως δεν τον είδε αλλά το φόρεμα της θα γινόταν ακόμα πιο μαύρο έπειτα στους καθρέφτες και δεν την έπαιρνε και για άλλες αλλαγές. Τότε πήρε την μεγάλη απόφαση. Θα πήγαινε να τον βρει. Τα δάχτυλο δηλαδή. θα πήγαινε να το σώσει. Συνεπώς και τον ιδιοκτήτη του. Έβγαλε την ρόμπα της και φόρεσε μια στολή ιππασίας που είχε κάπου καταχωνιασμένη. Οι μεγάλες σταυροφορίες απαιτούν άνετο ντύσιμο. Κατέβηκε κάτω και άρχισε να κόβει την μηλιά με ένα τσεκούρι που είχε κρυμμένο. Πάντα έχουμε κρυμμένα όπλα σε καιρούς ανάγκης. Μόλις θα έκοβε την μηλιά θα ήταν εύκολο να φτιάξει με τον κορμό της ένα φτυάρι και να αρχίσει να σκάβει υπόγειο τούνελ από το πηγάδι για να φτάσει έτσι στην λακκούβα του άλλου.
   Οι δύο εραστές, γιατί εραστές έγιναν πριγκίπισσα και ιδιοκτήτης δαχτύλου, συναντήθηκαν τελικά μετά από λίγους μήνες. Τώρα οι μήνες μπορεί να ήταν και χρόνια αλλά κανείς δεν ξέρει όταν σκάβει υπόγεια τούνελ πόσο γρήγορα ή πόσο αργά περνάει ο καιρός. Πάντως συναντήθηκαν ακριβώς κάτω από την λίμνη Αστερόσουπα. Κάπου στην μέση δηλαδή, Το μυστικό αποκαλύφθηκε μετά από καιρό. Ο ιδιοκτήτης του δαχτύλου ήταν ένας χαμένος ιππότης. Προδομένος από φίλους, συγγενείς και μνηστή, αφού όταν χάνεις μάχες δεν είσαι τόσο χρήσιμος, περπατούσε σκεπτικός στο δάσος και δεν είδε την λακκούβα μπροστά του. Φυσικά όταν έπεσε μέσα της δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Όσες προσπάθειες και να έκανε όμως δεν μπορούσε να βγει στην επιφάνεια. Αποκαμωμένος στο τέλος κρεμόταν από το δάχτυλό του όταν ήρθε και κάθισε στην μύτη του ένα κομμάτι πανί από το πιο φωτεινό ύφασμα που είχε δει στην ζωή του. Πανί από την ρόμπα της πριγκίπισσας. "Για να υπάρχει τέτοιο φωτεινό πράγμα στον κόσμο" είπε "αξίζει να προσπαθήσω λίγο ακόμα." Έτσι του ήρθε η ιδέα πως αν δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει θα μπορούσε να σκάψει. Έτσι έσκαψε.
   Στα πιο σκοτεινά σημεία του τούνελ είχε για φακό το κομμάτι πανί. Έσκαβε με τα χέρια, με τα πόδια, με ότι μπορούσε. Τον ξάφνιασε όταν κάποια στιγμή το τούνελ τον έβγαλε σε έναν υπόγειο καταρράκτη. Πλησίασε και δοκίμασε το νερό. Αλμυρό. Σαν δάκρυα βουτηγμένα στο χώμα. Ξανά πλησίασε για να σιγουρευτεί και τότε την είδε. Μια σκιά από την άλλη πλευρά του καταρράκτη πλησίαζε. "Είναι κανείς εκεί;" ακούστηκε "δεν βλέπω τίποτα και φοβάμαι". Ο ιδιοκτήτης του δαχτύλου που τελικά ήταν ιππότης άνοιξε το χέρι του και κοίταξε το πανί. Χαμογέλασε. "Για να έφτασε μέχρι εδώ κάτω" σκέφτηκε "αξίζει να της δείξω το φως". Έφερε το χέρι του κοντά στην πηγή και είπε "είμαι εγώ εδώ" και σήκωσε το χέρι του ψηλά κρατώντας το πανί.


Σήμερα του Άη Γιωργιού σκοτώνουμε τους δράκους...