Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Ένας νάνος φτυστός Gremlin

   Το κλειδί ήταν πάντα στην εξώπορτα. Μην τυχόν και θελήσει κάποιος κάτι να φάει ή να πιει και χάσει περιττό χρόνο στα "ποιος είναι" και στα "τι θέλει". Τα παπούτσια άλλωστε είχαν άλλη χρησιμότητα. Να ομορφαίνουν τα πόδια, να βγαίνουν μετά από to πολύωρο σουλατσάρισμα και να μπαίνουν στην λεκάνη για ποδόλουτρο ή να μαζεύονται των Αρχαγγέλων για να μην κινδυνέψουν οι ψυχές να ταξιδέψουν πριν την ώρα τους. Το κλειδί λοιπόν έξω από την πόρτα. Τριώροφο σπίτι. Κληρονομιά από σμυρνιά γιαγιά. Κωλοπετσομένη. Δεν την γνώρισα μα σαν να την ήξερα.
   Τον χειμώνα η κοτόσουπα έβραζε πάνω στην καφέ σιδερένια σόμπα. Ένα ορθογώνιο άλμπουμ αναμνήσεων με χοντρό φουγάρο για να κρατά ζεστές τις νύχτες με τα σόγια γύρω από το παμπάλαιο σκαλιστό τραπέζι. Ο παππούς νταλαβεριτζής και βασιλιάς της τηγανητής πατάτας. Φύλαγε τις πιο καλοψημμένες σε πιατάκι δίπλα του και μου τις έχωνε με χαρά στο στόμα. Έπινε τον κράσο του και δεν είχε ποτέ του πρόβλημα που το σπίτι ήταν κέντρο διερχομένων. Όταν του ερχόταν η ντάγκλα, μα πρωί μα μεσημέρι μα βράδυ, αποχαιρετούσε την κομπανία και πήγαινε στην κρεββατάρα του. Ροχαλητό εν δυο τρία και νάνι.
   Το τραπέζι δεν το σήκωνε κανείς. Μάζευε όποιος έμενε τελευταίος τα περιττά και την θέση των μεζέδων έπαιρναν καφές, κουλούρια και κουβεντολόι. Έβαζε καμιά φωνή στα γυναικεία χάχανα ο παππούς και άλλαζε πλευρό. Μαντάμες και κοριτσόπουλα μπαινόβγαιναν στο σαλόνι. Πάνω στο τραπέζι ρόλεϊ και τσιμπιδάκια μαζί με Ava για τα πιάτα και λεμόνι στυμμένο ή μπύρα στο κουτί. Η γιαγιά καθότι κομμώτρια είχε μετατρέψει το μισό σπίτι σε ινστιτούτο καλλονής και καθώς έλεγε το Ava, όχι επειδή ήταν φτηνό, αλλά έκανε τα καλύτερα λουσίματα. Εγώ από την άλλη να σκουπίζω με τις ώρες τις ατέλειωτες τρίχες γύρω από την κάσκα μπας και ξεκλέψω κανένα μεγαλίστικο τερτίπι και το παίξω έπειτα μπροστά στον καθρέφτη ενώ οι κυρίες με φιλούσαν πεταχτά και με ρωτούσαν "τι θα γίνεις πουλάκι μου όταν μεγαλώσεις εσύ;" και τότε εγώ τους απαντούσα "κουρεύτρια ή ηθοποιός" και ξανά μανά η σκούπα να παιδεύεται στο πήγαινε έλα.
   Η πιο γιαγιά από την γιαγιά, η μαμά της γιαγιάς δηλαδή, άκουσε ότι ήθελα να γίνω θεατρίνα σ´ ένα από τα καθιερωμένα καλοκαιρινά τσιμπούσια στην βεράντα. Μαζεμένοι θείοι, θειές και βλαμμένα τριτοξάδερφα, που έτρωγαν τις πατάτες μου. Ραδιόφωνο της κακιάς ώρας αγορασμένο από κατάστημα ηλεκτρονικών σαν του Ιάσωνα από το Ρετιρέ. Έπαιζε σίγουρα Λίτσα Διαμάντη. Σίγουρα όμως. Η τηλεοραση επίσης στη διαπασόν με τον Χατζηνικολάου κρυμμένο πίσω από τα πατομπούκαλα που αναρωτιόταν για την λιτότητα κι εμένα κορδωμένη σαν το παγώνι. Η μαμά αποκάλυπτε το πεπρωμένο μου στην ομήγυρη. "Πουτάνα θα γίνεις;" φώναξε κατακόκκινη η γιαγιά η μεγάλη και το περήφανο κορμάκι μου ζάρωσε απότομα. Λούφαξα τότε στην γωνιά μου και δεν ξανά μίλησα όλο το βράδυ κι ας με λέγανε μουτρού. Αμ το παγώνι δεν πεπόνι καλή μου! Δεν πεπόνι!
   Είχαμε κι άλλα ευφάνταστα βράδια. Τα καλοκαίρια μύριζαν νυχτολούλουδο και σουβλάκια. Μας κοίταζαν οι γύψινοι νάνοι, κρυμμένοι πίσω από τα γεράνια και μούδιαζε όλο το είναι μας. Ποτέ μου δεν κατάλαβα αλήθεια για ποιον λόγο να έχει καποιος στον κήπο ή στην βεράντα του έναν νάνο Gremlin. Μόνη μου νύχτα δεν πήγαινα προς τα εκεί. Μ' έτρωγε να πάω αλλά δεν πήγαινα. Πολλές φορές άμα τους κοίταζα για πολλή ώρα νόμιζα κουνιόντουσαν. Την άλλη ημέρα που πήγαινα να τους ξανά δω είχαν αλλάξει και θέσεις μεταξύ τους. Gremlin!
   Τα Χριστούγεννα στολίζαμε ένα ασημένιο δέντρο με κάτι γυάλινες μπάλες χρωματιστές κι εύθραυστες. Προσοχή στο εύθραυστες! Ιεροτελεστία! Μέχρι τα δέκα μου δεν επιτρεπόταν να τις πιάσω εγώ. Μα ποιος νοήμον άνθρωπος αγοράζει ασημένιο δέντρο σαν το δεύτερο λαϊκό πρόγραμμα του Φλωρινιώτη και μπάλες από γυαλί; Από όλα τα δέντρα όμως αυτό εχω αγαπήσει πιο πολύ. Όταν τελείωνε η μαμά με το ξετύλιγμα μιας μιας της μπάλας από την εφημερίδα και πολύ προσεκτικά την τοποθετούσε στο κλαδί, εγώ αναλάμβανα να φτιάξω την φάτνη. Μπουκωμένη με κουραμπιέδες και βουτηγμένη στις χρυσόσκονες κατάφερνα να φτιάξω την πιο ωραία φάτνη του κοσμου! Αυτό δεν ήταν λίγο ε;
   Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού ήταν στον δεύτερο όροφο. Κάθε φορά που μας πήγαινε η μαμά εκδρομή στο πατρικό της, μόλις δέκα λεπτά απόσταση με το ταξί από το δικό μας σπίτι, ο κόσμος μας φωτιζόταν. Έπιανα με τα δάχτυλα μου το διαχωριστικό λάστιχο στο ταξί, γαντζωνόμουν σχεδόν και κολλούσα την μούρη μου στον οδηγό ανυπομονώντας να φτάσουμε για ν' ανέβω δυο δυο τα τσιμεντένια σκαλιά και να προλάβω να κάνω εγώ το ποδαρικό. Το σπίτι αυτό γκρεμίστηκε. Είναι καμιά δεκαριά χρόνια τώρα. Την θέση του πήρε μια πολυκατοικία που έπιασε όλο το τετράγωνο. Αντιπαροχή. Μα κάθε φορά που οι νάνοι φτυστοί με κάποιο Gremlin αλλάζουν θέσεις εγώ το θυμάμαι. Ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Η βεράντα είχε τα πιο ωραία γεράνια της γειτονιάς.

1 σχόλιο: