Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Η λίμνη Αστερόσουπα

   Μια φορά και έναν καιρό και χίλια χρόνια πιο παλιά από το τώρα, σε μια χώρα κρυμμένη πίσω από το πιο πυκνό δάσος του κόσμου, όπως τον γνώριζαν τότε οι άνθρωποι, υπήρχε ένα κάστρο απόρθητο και μια λίμνη μπροστά του, μικρή σαν ένα δάκρυ. Την είχαν ονομάσει Αστερόσουπα, η πιο όμορφη και πιο λυπημένη λίμνη σ' ολόκληρη την γη. Κοντά στο κάστρο και την λίμνη υπήρχε ένα χωριό με χίλιους δυο κατοίκους ακριβώς. Χίλιοι καλοί και δυο μπασταρδεμένοι, δηλαδή ούτε καλοί ούτε κακοί. Το χωριό το έλεγαν Κανόνι και κανείς δεν ξέρει αν το όνομά του είχε βγει από τον κανόνα ή από την λέξη κανονικός. Κανείς δεν ξέρει.
   Το κάστρο, που μπροστά του είχε την Αστερόσουπα, την πιο λυπημένη λίμνη σ' ολόκληρη την γη, δεν είχε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Μόνο πέτρες χτισμένες και γερές μέχρι την κορυφή και ταβάνι ψηλό για να μπορεί να αναπνέει η πριγκίπισσα. Ναι! Έμενε και μια πριγκίπισσα εκεί. Γίνεται κάστρο χωρίς πριγκίπισσα; Το όνομα της δεν το ήξερε ούτε εκείνη, το είχε ξεχάσει χρόνια πολλά ή της το είχαν κλέψει καλικάντζαροι, Χριστουγεννιάτικα βράδια που άφηνε ξεκλείδωτη την χαραμάδα, οπότε κι εγώ δεν μπορώ να σας το πω. Μπορώ να σας πω όμως ότι φορούσε πάντα λαμπερά ρούχα. Λευκά και νεραϊδοφωτισμένα, που λαμπυρίζανε στο σκοτάδι. Η ίδια είχε φυσικά ρυθμίσει τους καθρέφτες του κάστρου της να δείχνουν τα ρούχα γκρι ή νοτισμένο μαύρο που και που, ούτως ώστε να μην δει το φως τους καμιά ημέρα ξαφνικά και τυφλωθεί από την λάμψη τους. Όλα λειτουργούσαν ρολόι μέσα στο κάστρο. Άλλωστε τα περιττά τα είχε διώξει από καιρό και το κάστρο δεν είχε πολλές δουλειές για να γίνουν άρα ούτε και πολλούς υπηρέτες. Βασικά δεν είχε υπηρέτες. Ούτε έναν. Την υπηρετούσε ο εαυτός της. Άψογα. Ακούραστα. Αγόγγυστα.
   Το κάστρο αποτελούνταν από δύο ορόφους. Στον κάτω όροφο υπήρχε ένα τζάκι και μια πολυθρόνα με κάτι βιβλία δίπλα. Πιο δίπλα μια μηλιά για να έχει κάτι να τρώει και ένα πηγάδι για να έχει κάτι να πίνει. Χτισμένα όλα μέσα στο σπίτι για να μην χρειάζεται να βγαίνει ούτε μέχρι τον κήπο. Ενώ στον επάνω όροφο υπήρχε ένα διπλό κρεββάτι, για να μπορεί να τεντώνεται στα μεγάλα κέφια της και μια ντουλάπα, που έκρυβε τα πολλά φορέματά της. Φυσικά είχε τουαλέτα το σπίτι! Τι με ρωτάτε; Ακόμα και οι πριγκίπισσες ενεργούν κατά αυτόν τον τρόπο που και που!
   Οι ημέρες περνούσαν ήρεμα με τα πάνω κάτω της πριγκίπισσας. Εννοώ με την ίδια να ανεβοκατεβαίνει ορόφους και να κοιτάζεται στους καθρέφτες. Κάθε ημέρα το ίδιο μοτίβο. Τόσο βαρετό που οι κάτοικοι του χωριού Κανόνι έπαψαν να την παρακολουθούν τα βράδια για να δουν τι κάνει μόνη της εκεί μέσα και δεν βγαίνει να ζήσει μαζί τους ειρηνικά. Είχαν καταφέρει να σκάψουν μια τρύπα στο πάνω μέρους του σπιτιού ανάμεσα από δυο πέτρες εύθραυστες που επέτρεπαν να συμβεί κάτι τέτοιο. Μικρή τρύπα όσο η κόρη του ματιού ενός πολύ έξυπνου ανθρώπου. Σκαρφάλωναν σε μια σκάλα όταν ο ήλιος αποκοιμιόταν και την παρακολουθούσαν με βάρδιες. Μέχρι που βαρέθηκαν και σταμάτησαν.
   Ένα πρωί η πριγκίπισσα ακολουθούσε την γνωστή πάνω κάτω διαδρομή της όταν αντιλήφθηκε την ύπαρξη της τρύπας. Την έπιασε πανικός. Πρώτα έσπρωξε το κάτω μέρος της ρόμπας της για να κλείσει το κενό. Μετά σκέφτηκε πως θα έπρεπε να μείνει εκεί όλη ημέρα. Πήρε το σεντόνι από το κρεββάτι της όμως φοβήθηκε ότι δεν θα είχε με τι να σκεπαστεί το βράδυ. Απελπισμένη έβαλε το δάχτυλο της ανάμεσα από τις δύο εύθραυστες τρύπες και τότε το ένιωσε. Το γλυκό ανοιξιάτικο αεράκι που ακούγεται τόσο μελό στα ποιήματα των ερωτευμένων όμως να... Το ένιωθε τώρα εντός της. Ένα ρίγος την διαπέρασε. Σαν πονόδοντος ή κάτι τέτοιο. Σίγουρα δυσάρεστο ωστόσο. Την έγδερναν κι οι πέτρες στα πλαϊνά του αντίχειρα οπότε αποφάσισε πως δεν ήταν καιρός για ηρωισμούς και  έτσι τράβηξε αργά αργά το δάχτυλο της που είχε τρυπηθεί από τα βέλη της άνοιξης. Σχεδόν θανάσιμα. Έλα όμως που την έτρωγε η περιέργεια. Πλησίασε το πρόσωπό της στην σχισμή και τοποθέτησε την κόρη του ματιού της στην τρύπα και τότε το είδε. Ήταν ίδιο με το δικό της και έστεκε στην απέναντι πλευρά. Ένα δάχτυλο που κάτι φώναζε. Λίγο πιο μακριά.
   Η λίμνη είχε πάρει το όνομα Αστερόσουπα από έναν παλιό μύθο. Λένε ότι όταν πρωτοφτιάχτηκε αυτός ο κόσμος ο ουρανός ήταν ερωτευμένος με τη γη και τις νύχτες κατέβαινε σ' αυτή την μεριά του πλανήτη, όπου κρυβόταν η καρδιά της, για να της κάνει έρωτα. Τα χάδια και τα φιλιά τους ήταν τόσο έντονα που κάθε φορά που άγγιζαν ο ένας τον άλλον ξεπηδούσαν δίπλα τους μικρά άνθη, ενώ τα χάχανα και τα πνιχτά γέλια τους, γεννούσαν με τον αντίλαλό τους τα πουλιά της νύχτας, τις πεταλούδες και τις χρυσόμυγες. Μια νύχτα ο ουρανός εκστασιασμένος από τα αστέρια που είχαν κατακλύσει την ψυχή του -τόσο ερωτευμένος ήταν- ξεχάστηκε και δεν κατέβηκε στην γη. Την επόμενη νύχτα λοιπόν εκείνη, πληγωμένη καθώς ήταν, όταν αυτός πλησίασε να την φιλήσει στο στόμα, δεν του χαρίστηκε διόλου. Τον δάγκωσε με τόση λύσσα που από τα ουρλιαχτά του σχηματίστηκαν τρία από τα πιο ψηλά βουνά του κόσμου. Όπως τον ήξεραν τότε φυσικά. Ο ουρανός δεν ξανακατέβηκε στην γη. Κάθε βράδυ όμως έκλαιγε κρυφά για τον χαμένο του έρωτα. Τα δάκρυα του ήταν μικρά αστέρια που ξεριζώνονταν ένα ένα από την ψυχή του. Έτσι σχηματίστηκε με τους αιώνες η λίμνη Αστερόσουπα. Εκεί επέλεξε να φτιάξει το κάστρο της η πριγκίπισσα.
   Απέναντι της, λοιπόν, λίγο πιο πέρα από την λίμνη, υπήρχε μια λακκούβα και από μέσα της ένα δάχτυλο μάλλον φώναζε για βοήθεια. Το κατάλαβε από τον τρόπο που περιστρεφόταν μανιασμένο. Η πριγκίπισσα τράβηξε το κεφάλι απότομα από την τρύπα. Δηλαδή θα έπρεπε να βγει έξω και να σώσει τον ιδιοκτήτη του δαχτύλου που είχε πέσει στην λακκούβα; Τι θράσος να της ζητάει κάτι τέτοιο το σύμπαν! Εκείνη δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν. Καθόταν ήσυχη φορώντας τα γυαλιστερά λευκά φορέματά της που οι καθρέφτες της τα έδειχναν γκρι ή μαύρα. Σκέφτηκε να του φτιάξει σαΐτα που θα έγραφε "κάνε υπομονή" αλλά δεν χώραγε από την τρύπα. Μετά σκέφτηκε να ειδοποιήσει έναν από τους κατοίκους του χωριού Κανόνι αλλά δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα το τηλέφωνο. Τέλος σκέφτηκε να κάνεις πως δεν τον είδε αλλά το φόρεμα της θα γινόταν ακόμα πιο μαύρο έπειτα στους καθρέφτες και δεν την έπαιρνε και για άλλες αλλαγές. Τότε πήρε την μεγάλη απόφαση. Θα πήγαινε να τον βρει. Τα δάχτυλο δηλαδή. θα πήγαινε να το σώσει. Συνεπώς και τον ιδιοκτήτη του. Έβγαλε την ρόμπα της και φόρεσε μια στολή ιππασίας που είχε κάπου καταχωνιασμένη. Οι μεγάλες σταυροφορίες απαιτούν άνετο ντύσιμο. Κατέβηκε κάτω και άρχισε να κόβει την μηλιά με ένα τσεκούρι που είχε κρυμμένο. Πάντα έχουμε κρυμμένα όπλα σε καιρούς ανάγκης. Μόλις θα έκοβε την μηλιά θα ήταν εύκολο να φτιάξει με τον κορμό της ένα φτυάρι και να αρχίσει να σκάβει υπόγειο τούνελ από το πηγάδι για να φτάσει έτσι στην λακκούβα του άλλου.
   Οι δύο εραστές, γιατί εραστές έγιναν πριγκίπισσα και ιδιοκτήτης δαχτύλου, συναντήθηκαν τελικά μετά από λίγους μήνες. Τώρα οι μήνες μπορεί να ήταν και χρόνια αλλά κανείς δεν ξέρει όταν σκάβει υπόγεια τούνελ πόσο γρήγορα ή πόσο αργά περνάει ο καιρός. Πάντως συναντήθηκαν ακριβώς κάτω από την λίμνη Αστερόσουπα. Κάπου στην μέση δηλαδή, Το μυστικό αποκαλύφθηκε μετά από καιρό. Ο ιδιοκτήτης του δαχτύλου ήταν ένας χαμένος ιππότης. Προδομένος από φίλους, συγγενείς και μνηστή, αφού όταν χάνεις μάχες δεν είσαι τόσο χρήσιμος, περπατούσε σκεπτικός στο δάσος και δεν είδε την λακκούβα μπροστά του. Φυσικά όταν έπεσε μέσα της δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Όσες προσπάθειες και να έκανε όμως δεν μπορούσε να βγει στην επιφάνεια. Αποκαμωμένος στο τέλος κρεμόταν από το δάχτυλό του όταν ήρθε και κάθισε στην μύτη του ένα κομμάτι πανί από το πιο φωτεινό ύφασμα που είχε δει στην ζωή του. Πανί από την ρόμπα της πριγκίπισσας. "Για να υπάρχει τέτοιο φωτεινό πράγμα στον κόσμο" είπε "αξίζει να προσπαθήσω λίγο ακόμα." Έτσι του ήρθε η ιδέα πως αν δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει θα μπορούσε να σκάψει. Έτσι έσκαψε.
   Στα πιο σκοτεινά σημεία του τούνελ είχε για φακό το κομμάτι πανί. Έσκαβε με τα χέρια, με τα πόδια, με ότι μπορούσε. Τον ξάφνιασε όταν κάποια στιγμή το τούνελ τον έβγαλε σε έναν υπόγειο καταρράκτη. Πλησίασε και δοκίμασε το νερό. Αλμυρό. Σαν δάκρυα βουτηγμένα στο χώμα. Ξανά πλησίασε για να σιγουρευτεί και τότε την είδε. Μια σκιά από την άλλη πλευρά του καταρράκτη πλησίαζε. "Είναι κανείς εκεί;" ακούστηκε "δεν βλέπω τίποτα και φοβάμαι". Ο ιδιοκτήτης του δαχτύλου που τελικά ήταν ιππότης άνοιξε το χέρι του και κοίταξε το πανί. Χαμογέλασε. "Για να έφτασε μέχρι εδώ κάτω" σκέφτηκε "αξίζει να της δείξω το φως". Έφερε το χέρι του κοντά στην πηγή και είπε "είμαι εγώ εδώ" και σήκωσε το χέρι του ψηλά κρατώντας το πανί.


Σήμερα του Άη Γιωργιού σκοτώνουμε τους δράκους...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου