Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Ειρήνη Ημίν

   Τζιν αγορασμένο από την λαϊκή. Του δεκάευρου. Μαλλιά λαδωμένα. Χτενισμένα με τσατσάρα πλαστική για να μπορεί να γίνεται περίτεχνα η χωρίστρα στο πλάι και να μην φαίνεται πολύ το μαύρο κάτω από το ξανθό. Κοντοκουρεμένη. Ασουλούπωτη. Με ένα ξεθωριασμένο μαύρο πουκάμισο και μια καφέ καμπαρντίνα από πάνω. Αθλητικά παπούτσια. Σακούλες πλαστικές στην διπλανή θέση και σφιχταγκαλιασμένη κόκκινη τσάντα. Ξεφτισμένη. Τα νύχια της πότε λαμπύριζαν λευκές ίριδες και πότε δαγκωμένα γιατί. Βλέμμα χαμηλωμένο σαν να έψαχνε τις χαμένες ευκαιρίες στα παπούτσια των συνεπιβατών. Πότε κάτι έβρισκε πότε κάτι έχανε έξω από το παράθυρο. Στα σφυρίγματα του τρένου γύριζε το κεφάλι της να δει μήπως πετάχτηκαν απ' έξω οι στιγμές της. Στάση μέχρι τον επόμενο σταθμό. Χαλάρωνε τον μεγάλο της πισινό στο κάθισμα. Σαν να ήταν η μόνη επανάσταση που μπορούσε να κάνει. Αυτή η θέση είναι δική μου. Έτσι φώναζε με θράσος. Από μέσα της. Έπειτα ξανά κοίταζε κάτω. Ενοχικά. Λίγοι την κατάλαβαν.
  Καθόμουν ακριβώς απέναντι της. Τα δικά μου παπούτσια ήταν από τα πρώτα που εντόπισε. Στην αρχή τα μάζεψα σαν να μην ήθελα να μου κλέψει συγκινήσεις. Εγώ με τούτα προχθές ερωτεύτηκα και πριν δυο εβδομάδες χόρεψα. Είναι δικά μου. Μέχρι που μούδιασαν τα πόδια μου να κρέμονται στον αέρα και τα αμόλησα προς κοινή βρώσιν και πόσην. Σκεφτόμουν τα μαθήματα που χρωστούσα στην σχολή και κλαψούριζα εσωτερικά ψευτομοιρολόγια. Είχα μόλις χωρίσει από τον προχθεσινό μου έρωτα και παράλληλα έκλεινα ραντεβού στον σημερινό χαζεύοντας την ζωή που ήταν μπροστά μου και μύριζε πορτοκαλιές και άρωμα πολυτελείας. Ψεκασμένο από πάνω μέχρι κάτω. Για να τραβάει την προσοχή. Ήμουν 20 χρονών.
   Πρέπει να ήταν γύρω στα 50. Το κατάλαβα όταν συναντήθηκαν τα βλέμματα μας για πρώτη φορά. Ίσως να μπορούσα να πω ότι ήταν και λίγο πιο μικρή αν τα μάτια δεν με κοίταζαν με τόσο θαυμασμό. Ξαφνικά ντράπηκα. Γι' αυτά που είχα εγώ και εκείνη δεν είχε. Το λιγότερο; Είχα την ζωή μπροστά μου. Εκείνη μόνο 2-3 σακούλες πλαστικές και μια τσάντα ανάμεσα στα στήθια. Γύρισα προς την μεριά του παραθύρου. "Όμορφο που είναι το Θησείο αυτή την εποχή!" είπε. Ψέλλισα κάτι σαν ναι και συνέχισα να κοιτάζω προς τα έξω. Ντροπή μεγάλη. Ξανακάθισε τον τουρλωτό της στο κάθισμα και συνέχισε "Ποτέ μου δεν την περίμενα αλλά πάντα ερχόταν!". Μα καλά τρελή ήταν; Τι περίμενε; "Την ευτυχία λέω! Δυο τρία χαζοψώνια, ένας μπακλαβάς που έχω εδώ καταχωνιασμένο" και μου έδειξε την τσάντα της "και την άνοιξη! Τι άλλο θέλει κανείς;" είπε και εγώ κάγχασα συγκαταβατικά. Έπειτα κούρνιασα στην γωνιά μου και καμώθηκα πως κοιμάμαι για να μην με ζαλίζει. Το τρένο έτρεχε.
    Ένιωθα τον συρμό να με ταρακουνάει και νανουριζόμουν. Κάποια στιγμή πρέπει να μπήκε και κάποιος με ακορντεόν. Ασυναίσθητα έσφιξα ακόμα πιο δυνατά την τσάντα μου. Μα καλά! Κρατούσα τσάντα όταν μπήκα ή την φορούσα στην πλάτη; Άνοιξα τα μάτια μου. Κανείς δεν καθόταν απέναντι μου. Τα ρούχα μου ένα ξεβαμμένο τζιν. Του δεκάευρου. Μια καπαρντίνα καφέ και αθλητικά παπούτσια. Σάστισα. Χρειάστηκαν κάνα δυο λεπτά για να συνέλθω. Ύστερα κοιτάχτηκα στην αντανάκλαση του παραθύρου. Χάιδεψα τρυφερά το είδωλο μου στο τζάμι. "Γιούλη" είπα "είσαι ακόμα 20 χρονών..." και ξανά τούρλωσα τον άπαυτό μου. Αυτή την φορά σαν να ήθελα όλοι να με κοιτάξουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου