Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Το καντηλάκι πάνω στο μάρμαρο

Με τα δάχτυλα της δίπλωνε και ξεδίπλωνε το μαντήλι της. Ακουμπημένο στην πουά ρόμπα της μοσχοβολούσε ακόμα την φρεσκάδα της προχθεσινής μπουγάδας. Πότε μπαινόβγαζε τα πασούμια της και πότε έγλυφε απαλά το κάτω χείλος της. Τις πιο πολλές φορές από αμηχανία μπροστά στα πικάντικα σχόλια ή νέα που μπορεί να άκουγε από την ομήγυρη. Ήταν αδύνατη. Κομψή. Σχεδόν αέρινη. Τα πάντα έλαμπαν στο σπίτι της. Πιο καθαρός νεροχύτης ή μάτι κουζίνας δεν υπήρχε σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων, τουλάχιστον. Είχε δυο μάτια μεγάλα, μαύρα, μόνιμα υγρά. Τα τεράστια γυαλιά της αντί να τα κρύψουν, τα έκαναν ακόμα πιο μεγάλα. Κάθε φορά που μάνταρε καμία κάλτσα έπεφταν μέχρι την άκρη της μύτης της κι εκείνη ανακαθόταν εκνευρισμένη στην καρέκλα της κουζίνας σπρώχνοντας τα προς τα πίσω. Αυτές ήταν οι μόνες φορές που ξεσηκωνόταν το θυμικό της. Τα περισσότερα βράδια το άφηνε να κοιμάται ήσυχα δίπλα στον επί πενήντα χρόνια σύζυγο και προστάτη της. Ή μπορεί πότε πότε να το χαρχάλευε όταν έξυνε τις αναμνήσεις της. Όταν θυμόταν τον πρώτο της έρωτα ή όταν δεν μπορούσε να ξεχάσει τι είχε περάσει από την πεθερά της. Υπόσχεση μπροστά στα εικονίσματα είχε δώσει, όταν θα γινόταν η ίδια πεθερά, την νύφη να μην μαλώσει ποτέ. Πράγμα που κράτησε κι η μάνα στα χέρια της ευτύχησε. Τους χώριζε μια μεσοτοιχία μα στην αλήθεια δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν από τα πρώτα της γνωριμίας τους. Ούτε καν τον μοναχογιό που ήταν και μοναχοπαίδι. Λόγω της ασθενικής φύσης της, κληρονομιά από τον μακαρίτη τον πατέρα της, η γιαγιά νόσησε πολύ νέα. Συνήθιζε λοιπόν, να παίρνει μαζί της και την ουρά της όπου πήγαινε, ένα σωληνάκι που οδηγούσε στο μηχάνημα παραγωγής οξυγόνου. Είχε γίνει ένα πια με την ίδια κι ο κόσμος όταν την έφερνε στο νου του, την μνημόνευε αγκαζέ με τον κολαούζο της. Αυτό δεν την εμπόδισε ποτέ παρά μονάχα στα τελευταία της. Σηκωνόταν πάντα πολύ πρωί. Έφτιαχνε καφέ ελληνικό με λίγο γάλα και βουτούσε παξιμαδάκι μουσκεμένο. Ραχάτευε για λίγο, ίσα που να καθοδηγήσει τον συμβίο της στις δουλειές που είχε να κάνει και μετά καταπιανόταν με το σπίτι. Αφού τον έδιωχνε από τα πόδια της με ρητή εντολή να τελειώσει πρώτα όλες τις εξωτερικές δουλειές και μετά να πάει στο καφενείο, του τόνιζε πως δεν τον ήθελε πίσω στο σπίτι πριν τις δύο το μεσημέρι. Έφτιαχνε τα καλύτερα κεφτεδάκια της Αθήνας. Πράγμα διαπιστωμένο όχι αστεία. Τα σέρβιρε με βραστά λαχανικά, πασπαλισμένα με πιπεράκι και μπόλικο αλάτι, ανακατεμένα με λεμόνι και λάδι. Τα γλυκά της ήταν επίσης εξαιρετικά. Εκείνο το μωσαϊκό τυλιγμένο με το αλουμινόχαρτο στην κατάψυξη ήταν σκέτη πρόκληση για τους πιτσιρικάδες. Ειδικά κάτι βράδια που οι γονείς έλειπαν και οι παππούδες έκαναν φύλαξη μετά δημοσίων θεαμάτων. Όπου θεάματα, ελληνικές σειρές του '90, προβολή πλήρους οθόνης και μπαλκόνι πρώτου. Η γιαγιά το τσίμπαγε λίγο στο κονιάκ το μωσαϊκό. Αυτό άρεσε πολύ στην μικρή. Είχε την ψευδαίσθηση ότι μεθούσε κιόλας και λιγωμένη από την σοκολάτα κούρνιαζε στην αγκαλιά του παππού και αποκοιμιόταν. Ο μικρός ήταν πιο αυτόνομος. Έπαιρνε το μαξιλάρι του κι όπου έβρισκε άδειο καναπέ ή κρεββάτι έστηνε τσαρδάκι για έναν και καληνύχτα πριν προλάβει καλά καλά να απλώσει την αρίδα του. Ο παππούς αφού σιγουρευόταν ότι η εγγόνα κοιμήθηκε την έπαιρνε αγκαλιά και την ξάπλωνε στον καναπέ που βρισκόταν στο χωλάκι. Την σκέπαζε, την σταύρωνε κι έσβηνε το φως. Τη νύχτα τρία πράγματα χαλούσαν την ησυχία του σπιτιού και συνεπώς την υπερευαίσθητη φύση του κοριτσιού σε παντός είδος ερεθίσματα. Το ένα ήταν το μηχάνημα της γιαγιάς που όταν έμπαινε στην πρίζα, έμοιαζε με κατσαρόλα που σιγοβράζει αυγά. Το άλλο ήταν το ροχαλητό του παππού, συνδυασμένο με βήχα. Ξύπναγε τότε η γιαγιά, τον έψελνε λίγο που μεγάλωσε κι ακόμα καπνίζει, τον γυρνούσε πλευρό με σκουντήματα και παροτρύνσεις και ξανά κοιμόταν. Για την μικρή που ύπνος. Σκεφτόταν που να είναι οι γονείς τέτοια ώρα, έβλεπε και κάτι σκιές στους τοίχους, που σχηματίζονταν από το ημίφως και το μάτι άνοιγε σαν γαρίδα. Τότε ήταν που άρχιζε τα Πάτερ ημών ή ότι θυμόταν από την προσευχή του σχολείου, κοίταζε και ξανά κοίταζε κάτω από τον καναπέ μην έχει κρυφτεί τίποτα και κρατούσε το κατούρημα, που πάντα -πως γίνεται- έρχεται την πιο ακατάλληλη ώρα. Αφού έκανε θάρρος, σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών και πήγαινε στην τουαλέτα. Ούτε χέρια ούτε τίποτα. Για τέτοια ήμασταν τώρα; Γυρνούσε στο κρεββάτι και με ένα σάλτο κουκουλωνόταν μέχρι τα αυτιά. Αυτό που σκεφτόταν ήταν μη τυχόν και σωθεί το λάδι στο καντήλι και χαθεί κι αυτό το λίγο φως. Κάθε φορά που έφτανε το λάδι να τσιτσιρίσει καταλάβαινε ότι το φως δεν είχε άλλο χρόνο ζωής. Έκλεινε τα μάτια της σφιχτά και υποσχόταν να μην τα ανοίξει μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Έτσι και γινόταν. Μετρούσε πρόβατα, βοσκούς, έδιωχνε φόβους και σκέψεις και αποκοιμιόταν. Σαν αυτό το τσιρ τσιρ να την άγχωνε για τον χρόνο που λιγόστευε αλλά να την καθησύχαζε κιόλας. Σαν να την νανούριζε πριν σβήσει εντελώς. Μόνο που πρωί το καντήλι έκαιγε ακόμα. Info tip: Το όνομα της ήταν Λουλούκα και τον συμβίο της τον έλεγαν Γιώργο. 'Έζησαν μια ευτυχισμένη ζωή. Στον πατέρα Χαράλαμπο Παπαδόπουλο που μου θύμισε το καντήλι της γιαγιά μου.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

I believe in you

Ψηλός, αρρενωπός, ομορφάντρας. Στα χέρια του είχαν μελώσει καν και καν. Στα πόδια του είχαν παρακαλέσει άλλες τόσες. Είχε λαχταρήσει όλες τις μανάδες τις περιοχής με τα μπλεξίματα που είχε με τις κόρες τους και είχε παίξει κλέφτες και αστυνόμους με τους μισούς και πλέον πατεράδες των παραδίπλα γειτονιών ουκ ολίγες φορές. Ζωηρό παιδί μα φιλότιμο. Απο μικρός ειπε καταπιαστεί με ένα σωρό δουλειές. Πρώτα στο τυπογραφείο του θειού του, μετά γκαρσονάκι στο τσιπουράδικο της γωνίας και αργότερα παιδί για τα θελήματα στο επιπλάδικο ενος φίλου του πατέρα του. Στο τελευταίο είχε και τα τυχερά του αφού οι φορτωμένες πελάτισσες του καταστήματος τον έβλεπαν σαν ξερολούκουμο. Έπειτα ασχολήθηκε ένα φεγγάρι με τις ασφάλειες ζωής. Όταν έβαζε εκείνο το κοστούμι και έδενε την γραβάτα του σφιχτά, έτσι που να ζουλάει το περήφανο μήλο του -εμφανές σημάδι της αρσενικής του κυριαρχίας- ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, κάτω από τις προτροπές των ξελιγωμένων συζύγων τους, στο τέλος ασφαλίζονταν. Δούλευε και σπούδαζε. Όταν πια πήρε το πτυχίο του στο πατρικό του έγινε λαϊκό προσκύνημα. Κερνούσε ο πατέρας του φίλους και συγγενείς. Φώναζε η μάνα του γείτονες και περαστικούς να τους φιλέψει μπακλαβά πολίτικο και δίπλες φρεσκοψημένες. Καμάρωνε εκείνος την επιτυχία του σαν γύφτικο σκερπάνι. Λίγο το πολιτικό μέσον, λίγο η τύχη και τ' άστρο που λένε, δεν άργησε να έρθει κι η θέση στο δημόσιο σαν επισφράγισμα των κόπων τόσων χρόνων. Ήταν πια ένας περιζήτητος γαμπρός στους μικροαστικούς κύκλους και ένας επιφανής πολίτης με μόνιμο μισθό μήνα έμπαινε μηνα έβγαινε. Συνεπής σοσιαλιστής, ανέμιζε την σημαιούλα του κάτω από τα μπαλκόνια και επευφημούσε την ζωή του που μόλις ξεκινούσε. Ήταν μια γυναίκα μόνη. Λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της κάθε που ερχόταν η ημέρα να κάνει τα ψώνια της εβδομάδας ξεκινούσε από τα εφτά ξημερώματα για να φτάσει τελικά δώδεκα η ώρα καλό μεσημέρι να κάνει τις αγορές της. Φορούσε τα Κυριακάτικα της, ξεσήκωνε το μπαστούνι της, έπαιρνε το δίχτυ της -έτσι το 'ξερε από πάντα- και κατηφόριζε την Αλίμου. Μικροκαμωμένη και λευκή έμοιαζε από μακρυά σαν μια καφέ κουκίδα μα ήταν αυτά τα ακριβή σερνάμενα βήματα της που την έκαναν σημαντική. Κάτι μαγικό γινόταν εκείνη την ώρα. Η γιαγιά είχε συγχρονιστεί άψογα με τις λάμπες και κάθε που πλησίαζε μια κολώνα εκείνη έστελνε σήμα πάνω κι έσβηνε το φως. Σαν να καλωσόριζε η ηλικιωμένη κυρία την ημέρα εξ ονόματος όλων ή σαν να επιβεβαίωνε μ' αυτόν τον τρόπο την παράταση της στην ζωή. Μια μοναχική ζωή ωστόσο αφού ο άντρας της είχε συγχωρεθεί εδώ και είκοσι χρόνια. Παιδιά σκυλιά δεν το μπόρεσαν μα αγαπήθηκαν πολύ. Αυτό θυμόταν κάθε που την έπαιρνε η κατηφόρα και βάσταγε τον ποδαρόδρομο. Πότε πότε σαν ο καιρός της το επέτρεπε έκλεινε τα μάτια κι αφουγκραζόταν τον αέρα. Ξέκλεβε τότε λίγη δροσιά και γινόταν πάλι είκοσι χρονών σαν η ζωή να 'ταν μπροστά της. Αυτά σκεφτόταν εκείνο το πρωί του Οκτώβρη. Ο αέρας έφερνε βροχή στα ρουθούνια της μα δεν ανησυχούσε μη βραχεί. Για λίγα πια ανησυχούσε ούτως ή άλλως. Μα πιο πολύ να μην ξεχάσει. Περπατούσε κι ένιωθε πιο κοριτσάκι από ποτέ. Πασπάτευε μια μελωδία με το κεφάλι της μαέστρο να πηγαίνει πότε αριστερά και πότε δεξιά. Είχε λιγουρευτεί από βραδύς παστουρμά και ανυπομονούσε να φτάσει στα μαγαζιά μια ώρα αρχύτερα. Ο άντρας ήταν πια μεσήλικας. Με μαλλιά ψαρά και περηφάνια στραπατσαρισμένη. Τα σημαιάκια του τον είχαν εγκαταλείψει κάπου εκεί ανάμεσα στις αρχές της χιλιετίας και στο σπίτι του που βγήκε σε πλειστηριασμό ένα απόγευμα στη Σίνα. Η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά είχαν μετακομίσει στα πεθερικά και το καλό του αμάξι είχε αντικατασταθεί από έναν σκαραβαίο της κακιάς ώρας. Στην γκαρσονιέρα του συνήθως δεν δεχόταν κανέναν εκτός ίσως που και που καμιά καλή φίλη που έβρισκε από τα παλιά μέσω facebook. Η θεσούλα του δεν ήταν εν τέλει και τόσο μόνιμη. Μόλις άλλαξαν τα πράγματα αντικαταστάθηκε από άλλο κύριο που κρατούσε άλλη σημαιούλα άλλου χρώματος. Άρχισε να καταπιάνεται με τις δουλειές του ποδαριού που ήξερε από παλιά για να βγάζει το χαρτζιλίκι του και να περιμένει ατέλειωτες ώρες στις ουρές για κάποιο επίδομα. Εκείνο το πρωί το σπίτι δεν τον κράταγε. Οι τοίχοι του φαίνονταν επικύνδινα κοντά του και το κρεββάτι του σαν να 'χε καρφιά. Έβαλε το παντελόνι του -παρέμενε γοητευτικός ο άτιμος σε κάθε του κίνηση- και έστριψε ένα τσιγάρο. Η Αλίμου τέτοια ώρα είναι όνειρο. Θα την διέσχιζε μέχρι να φτάσει στην παραλία και εκεί επιτέλους θα ανέπνεε καθαρό αέρα. Βγήκε στην εξώπορτα και σήκωσε το γιακά του. Μύριζε βροχή. Άρχισε να περπατάει και να απολαμβάνει την μυρωδιά από το νοτισμένο χώμα. Οι σκέψεις του μπερδεμένες. Τις πιο πολλές τις συνόδευε η λέξη αποτυχία. Το στόμα του πικρό. Πολλές φορές τον τελευταίο καιρό είχε απελπιστεί. Το σφίξιμο το είχε νιώσει. Ξυπνούσε αχάραγα και ένιωθε ένα πιάνο ακουμπισμένο στο στήθος του. Φοβόταν. Τα πουλιά είχαν αρχίσει κιόλας το κελάηδισμα. Ξημέρωνε. Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και παρακάλεσε για ένα σημάδι. Τα μάτια του θόλωσαν και από τον πανικό του να μη δει κανείς ότι κλαίει τα έστρεψε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Μα ποιος ευλογημένος θα ήταν ξύπνιος εκείνη την ώρα για να τον δει δεν το σκέφτηκε. Μια γιαγιά πέρα από τον δρόμο έσερνε τα πόδια της και τραγουδούσε χαμογελώντας. Στο πέρασμα της έσβηνε το τεχνητό φως από τις λάμπες και φώτιζε πρωινά ο ήλιος. Φαινόταν τόσο χαρούμενη που τα μάτια του συγκινημένα άρχισαν να τρέχουν πάλι. Αυτή την φορά δεν τα συγκράτησε. Έβλεπε μια γυναίκα που χαιρόταν για την ημέρα που της δόθηκε και προχωρούσε. Ένας Θεός ξέρει για που αλλά προχωρούσε. Εκείνος σηκωνόταν κάθε πρωί και μετρούσε τις αποτυχίες του. Ξεσήκωνε όλες τις στιγμές που θα μπορούσε να τα 'χε κάνει όλα αλλιώς και τιμωρούσε τον εαυτό του. Δυστυχούσε ημέρες όταν απέναντι του ένας άνθρωπος στην Δύση του χαιρόταν για την Ανατολή. Ούτε που κατάλαβε πως διέσχισε τον δρόμο, πήδηξε την διαχωριστική λωρίδα και βρέθηκε μπροστά της. Η γυναίκα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με τα μεγάλα ελαφίσια μάτια της σαν να τον περίμενε. Έβγαλε από το μανίκι της ένα μαντήλι φρεσκοπλυμένο και του σκούπισε τα μάτια. Του τακτοποίησε τα μαλλιά και τον χάιδεψε στο μέτωπο. Ύστερα του έδωσε το χέρι της σαν να 'θελε να την συνοδέψει. Ο παστουρμάς θα έμενε για λίγο εκρεμμότητα. Σήμερα μετά από χρόνια θα έβλεπε την θάλασσα και θα έπινε βαρύ γλυκό μπροστά στα κύματα. Info tip: Μερικές φορές οι άλλοι δεν είναι η κόλαση μας αλλά ο παράδεισος εντός μας. Αγαπάμε αλλήλους παίδες ως εαυτόν.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Αλίκη

   Το γάλα χυμένο πάνω στο τραπέζι. Κανένας δεν νοιάστηκε. Στο πόδι όλοι καλοκαιριάτικα από τις εφτά το πρωί. Να ευχόμαστε να μην είναι αλήθεια. Ο Παπαδάκης επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της είδησης με εκείνη να χορεύει μέσα στο ιβουάρ νυχτικό της την τελευταία της μελωδία. Ευτύχισε άραγε ποτέ; Αδιάφορο για το αδηφάγο κοινό που δεν προσπάθησε αρκετά για την απάντηση. Τώρα μόνο δάκρυα. Τα πιο πολλά για τις κόρες που δεν θα ξανά είναι ποτέ μικρές. Θα μεγαλώσουν μέσα σε μια νύχτα και θα φυτρώσουν στο κεφάλι τους άσπρα μαλλιά κι ευθύνες. Η Αλίκη έφυγε. Η Αλίκη δεν έφυγε ποτέ.
   Το κορίτσι χορεύει κι αυτό. Χωρίς ιβουάρ νυχτικό. Μα με την ίδια λαχτάρα. Κορδωμένο πάνω στην πλαστική καρέκλα κρατάει στο ένα χέρι ξεχαρβαλωμένη σκούπα και στο άλλο την κάσκα της γιαγιάς. Διατείνεται πως θα γίνει ηθοποιός κι όλο και κουνάει το μαλλί του πέρα δώθε. Πότε τραγουδάει. Πότε παρλάρει. Πότε βαυκαλίζεται στον καθρέφτη του χωλ. Το κομμωτήριο της γιαγιάς συγγενεύει με την κουζίνα οπότε σε κάθε φιγούρα ή πόζα το κοινό εναλλάσεται. Πότε ο παππούς που τσιμπάει κανέναν κεφτέ και πότε η πελάτισσα που στεγνώνει την μπούκλα. Πορτοκάλια μέσα από την μπλούζα και γεράνι στο μαλλί. Η μικρή νομίζει πως μεγάλωσε μα όχι. Η Αλίκη ακόμα ζει.
   Ανυπόφορες ημέρες και νύχτες ατέλειωτες. Ερημιά. Νύχτα που θα την διαδεχτεί ημέρα ίδια με την χθεσινή και πάλι από την αρχή. Η κόρη μεγάλωσε και δεν έγινε. Δεν έγινε τίποτα. Έγινε απλά μεγάλη. Καναπές, τηλεόραση, ημίμετρες ηδονές για να μπορεί να υπάρχει. Θλίψη. Ξαφνικά η Αλίκη στο κάδρο. Το γάλα χυμένο και πάλι στο τραπέζι. Δεν την νοιάζει. Της ανοίγει η όρεξη για κεφτεδάκια σαν εκείνα του παππού. Της μυρίζει καλοκαίρι και γιασεμιά και οξυζενέ νούμερο 30. Γέρνει το κεφάλι δεξιά. Κάπου είχε ένα πλαστικό λουλούδι από τις Απόκριες. Το ανασύρει. Μαζί και δυο κοτσίδια. Τα ξεροψημένα μάγουλα της Κατερίνας όταν πουλάει ψάρια στην αγορά. Τα σπίτια των ινδιάνων φτιαγμένα με καλαμωτές στο χωριό. Το κεσέ με το γιαούρτι στην μούρη του Πίπη. Τα πλαστικά πιάτα της μαμάς που μυρίζουν ρώσικη και βραστό αυγό. Την Μανταλένα πάνω στον γάιδαρο της. Ίσως κι ένα φιλί στο μέτωπο. Από ποιον δεν θυμάται. Η Αλίκη απέναντι της χαμογελά.
  


Info tip: Τα πιο παράξενα -κι όμορφα- όνειρα τα έκανα ενώ με σκέπαζαν αστέρια ουρανού διάφανου. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνα τα όνειρα. Μόνο πως τα βράδια που τα έβλεπα είχε δροσιά. Πάντα. Τα πόδια μου ήταν ξεσκέπαστα και τρεχάτα. Τα μαλλιά μου ξέμπλεκα κι ανένταχτα. Η κοιλιά μου ποτέ χορτάτη μα ούτε κι η επιθυμία μου. Πριν κοιμηθώ προσευχόμουν παιδικές προσευχές και από το ραδιόφωνο ακουγόταν το νανούρισμα του Λοϊζου.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Η σίτα

   Η γυναίκα κοίταξε τα δυο της χέρια. Οι φλέβες της σαν οροσειρές που δεν κατέληγαν πουθενά. Ούτε καν μέχρι τα δάχτυλα της. Ανέτοιμα κι αυτά. Στα πιο φουσκωμένα σημεία όμως σαν να υπήρχε ακόμα ζωή. Σαν να υπήρχε ακόμα χτύπος. Στην παράδοση αυτής της σκέψης αναθάρρηση μα και τρόμος. Η ύπαρξη ζώής προϋποθέτει ευθύνη. Πόδια λυγισμένα. Σώμα σκυφτό. Πρόσωπο που έκαιγε. Το κλάμα δεν είχε ευχαριστηθεί παιγνίδι και άρχισε πάλι να τρέχει. Πάτωμα.
   Λόγω του ιδιαιτέρως παγωμένου χειμώνα το σπίτι αν κι είχε θέρμανση δεν είχε ακόμα ζεσταθεί. Μετά από λίγη ώρα κουράστηκαν τα δάκρυα παράπονο και της επέτρεψαν να το αντιληφθεί. Τράβηξε το ριχτάρι από τον καναπέ και σκέπασε τις πατούσες της. Ξαπλώμένη σε στάση εμβρύου λαχταρούσε επίμονα την θηλή ή έστω την αγκαλιά της μάνας της. Εκείνη την αγκαλιά που μυρίζει πάντα γάλα, κανέλλα και ζάχαρη και που υπόσχεται πως όλα θα πάνε καλά. Οι σκεπασμένες πατούσες πάντα ξεγελούν ζεστασιά κι οικειότητα. Χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά για να συνηθίσει την καινούργια της θέση και να πλησιάσει η αριστερή πατούσα την δεξιά. Το μεγάλο της δάχτυλο άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά την αριστερή της γάμπα. Πρώτη ένδειξη ζωής. Τα μάτια της άρχισαν τότε να ξεθολώνουν και να κινούνται πέρα δώθε. Ταβάνι.
   Πόσα μυστικά έχει πάρει μαζί του ένα ταβάνι αλήθεια; Λευκό, απόμακρο -τόσο όσο χρειάζεται για να 'χεις την ψευδαίσθηση ότι αναπνέεις-, ψυχρό, ο φωτεινός παντογνώστης που σου λύνει κάθε πρόβλημα. Ξεκάθαρα ο πιο καλός της φίλος εκείνη την στιγμή. Στιγμή; Στίγμα. Σίγμα. Σύρμα. Σίτα. Η γυναίκα αναρωτήθηκε ξαφνικά αν είχε κλείσει την σίτα στο παραθυράκι του μπάνιου. Προχθές ακόμα άκουσε την από πάνω της να ουρλιάζει πανικόβλητη στην θέα τρωκτικού άρτι αφηχθέν εκ κατεδαφίσεως διπλανού χαμώσπιτου. Η απελπισία της αποτυχημένης υπάρξεως της αντικαταστάθηκε αμέσως από το περιβόητο αίσθημα της επιβίωσης έναντι του τρωκτικού και πάσης φύσεως εχθρού βεβαίως βεβαίως. Αυτή η γενίκευση της έδωσε αμέσως θάρρος. Καταρχάς να ξεσκεπάσει την αριστερή της πατούσα. Δεν άργησε να ξετρυπώσει και την δεξιά και με μια παράτολμη κίνηση ανακάθισε και σκούπισε τα μάτια της. Αν μπορούσε να παρομοιάσει με κάποιον τον εαυτό της εκείνη την στιγμή αυτός θα ήταν σίγουρα ο Ταρζάν. Μόνη μπροστά στην χαώδη κι επικίνδυνη ζούγκλα, ανίκανη ν' αντιμετωπίσει τα άγρια θηρία, έχοντας πλήρη άγνοια του ποια είναι και μην έχοντας ούτε καν την Τσίτα στο πλευρό της. Ερημιά.
   Μα ο Ταρζάν δεν είχε νιώσει ποτέ -στα τόσα χρόνια καριέρας του- ανίκανος ν' αντιμετωπίσει τα άγρια θηρία. Φυσικά όταν λέμε άγρια δεν εννοούμε ένα απλό ποντικάκι. Ίσως ο προαναφερόμενος ν' αντιμετώπισε ένα πρόβλημα με τους ανθρώπους αλλά τ' άγρια θηρία τα έκανε φίλους του. Δεν τα φοβήθηκε ποτέ. Η ερημιά της άρχισε, στην σκέψη αυτή, να ξημερώνει μικρές οάσεις. Ακούγοντας λίγο πιο προσεκτικά τους ήχους από τους δυο φοίνικες της όασης, της φάνηκε δε πως οι χουρμάδες παλαμοκροτούσαν όχι μόνο μέσα στο μυαλό της αλλά και στην πραγματικότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως μετά από τόση στεναχώρια η καημενούλα είχε αρχίσει να τα χάνει κομματάκι και ν' ακούει φωνές. Μα δεν άκουγε φωνές! Μόνο χουρμάδες να χτυπάνε παλαμάκια. Ελπίδα.
   Η γυναίκα στην προσπάθεια να στηριχτεί πιάστηκε από την καρέκλα από την μια και από το έπιπλο της τηλεόρασης από την άλλη. Αυτή ακριβώς η στιγμή είναι η πιο σημαντική στις πτώσεις. Αν αυτό το στάδιο στεφθεί με επιτυχία έχει κατακτηθεί ο μισός δρόμος της επανάκαμψης. Η γυναίκα το γνώριζε αυτό από προηγούμενες πτώσεις και γι' αυτό τον λόγο γαντζώθηκε από τα στηρίγματα της με όλη της την δύναμη. Ξαφνικά σκέφτηκε την μητέρα της πάλι. Η προσπάθεια της αυτή έμοιαζε πολύ με την γέννα της. Όχι πως την θυμόταν δηλαδή αλλά κάπως έτσι θα ήταν η τελευταία σπρωξιά της μάνας της για να βγει στον κόσμο. Αυτό της έδωσε ακόμα περισσότερο θάρρος και μια πρωτόγνωρη περηφάνεια για τον εαυτό της. Αστείο εργαλείο θαρρεί κανείς, πως η γέννηση κάποιου να χρησιμεύει μετά από τόσα χρόνια ως αφορμή για να σηκωθεί, χρήσιμο ωστόσο. Πρώτη ανάσα.
   Τα πρώτα βήματα είναι πάντα πολύ προσεκτικά. Σαν να μαθαίνεις να περπατάς από την αρχή. Επίσης το πάτωμα ενέχει κρυμμένους κινδύνους σε τέτοιες περιπτώσεις. Σπασμένα γυαλιά, μουσκεμένα πανιά, χυμένα αίματα ή ξεραμένα αίματα -πάντως αίματα-, διαφημιστικά έντυπα, που όσο και να τα πετάς αυτά μαζεύονται σωρό, δυο τρεις ενοχές και τραύματα. Πολλά και συνεχώς αυξανόμενα. Η γυναίκα δεν διέσχισε το σαλόνι ανεπηρέαστη από όλα αυτά. Ωστόσο το διέσχισε με θάρρος και ιαχές ζούγκλας. Που και που. Σκαρφαλώνοντας στην κόψη του καναπέ ή κρεμώντας το κορμί της από πολυέλαιο σε πολυέλαιο. Ώσπου έφτασε στην πόρτα του μπάνιου για να ελέγξει την σίτα. Κλειδί.
   Το κλειδί έστριψε δυο φορές κι πόρτα άνοιξε. Το παραθυράκι ήταν ανοιχτό κι επέτρεψε στον δροσερό αέρα να ακουμπήσει στα μάγουλα της. Ούτε που την ένοιαξε η ανατριχίλα από το κρύο σ' όλο της το σώμα. Τα τραύματα δεν είχαν επηρεάσει τους πόρους της, που τώρα διαμαρτύρονταν για το ψύχος με όρθιους διαδηλωτές τις τρίχες. Η γυναίκα πλησίασε στο παράθυρο κι ολοκλήρωσε τον αρχικό της στόχο. Ύστερα γύρισε προς τον καθρέφτη. Τα πόδια της γυμνά σε γυμνά πλακάκια. Η σκέψη της το ίδιο. Για λίγο αναρωτήθηκε, κοιτάζοντας το είδωλο της, για την ταυτότητα της. Για λίγο μόνο. Ακολούθησε χαμόγελο δικό της. Οι φλέβες πιο φουσκωμένες από ποτέ μόλις είχαν κλείσει την σίτα.

  

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Ενθάδε ζήσε

   Μωσαικό. Οι πατούσες ξυπόλυτες στον μακρύ διάδρομο δροσίζονται μέσα στην ντάλα του καλοκαιριού. Διάδρομος σκοτεινός. Ενισχύει την αίσθηση δροσιάς αυτός ο τεχνητός ίσκιος. Οι παλάμες ακουμπούν στους φιστικί τοίχους -που θυμίζουν απρόσκλητα το καθολικό γηροκομείο της γιαγιάς Μαρίας- και παγώνουν όσο μπορούν τα ιδρωμένα δάχτυλα. Στο βάθος φως. Από ένα  δωμάτιο με ξύλινο κρεββάτι και λευκά σεντόνια. Από πάνω ριχτάρι κεντητό. Κομοδίνα. Δύο. Ντουλάπα με κλειδί μα πάντα ξεκλείδωτη -για να μπορεί η γύμνια σε κάθε προδοσία να ντύνεται εγκαίρως- και καθρέφτης πάνω από την συρταριέρα ολοσκάλιστος. Ένα εικονοστάσι δεξιά. Πόσες προσευχές έχει ακούσει αλήθεια; Πόρτα λευκή με τζάμι διάφανο. Απο 'κει έρχεται το φως.
   Αυτόν τον διάδρομο τον περπατάει μια ζωή. Δεν είναι τυχαίο που ξέρει και δεν σκοντάφτει μες στο σκοτάδι. Αλλά και να σκοντάψει ξέρει από που να πιαστεί. Με το που ανοίγει κανείς την πόρτα στα δεξιά ένας καλόγερος. Στα πρώτα της μπουσουλήματα άκουγε την μητέρα της να την προειδοποιεί γι' αυτόν κι όσο μεγάλωνε και καταλάβαινε τον εαυτό της -ρητορική κατάφαση- περίμενε να ξεπεταχτεί από τον τοίχο παπάς με ράσα και να ψέλνει. Μέχρι που της το ψιθύρισε ο παππούς στο αυτί ένα μεσημέρι κι άλλο δεν τον περίμενε πια. Αριστερά μπρεζέρα και τραπεζάκι με τηλέφωνο. Μεγάλη συρόμενη πόρτα κι από πίσω σαλόνι. Άλλη πόρτα και τουαλέτα. Απέναντι κουζίνα. Δωμάτιο κι άλλο δωμάτιο και στο βάθος το φως.
   Η εξώπορτα άφησε με το κλείσιμο πίσω της, το πρώτο εκκωφαντικό μπαμ πριν λίγες ώρες.. Δυο χέρια την κρατούσαν  αγκαλιά και δυο άλλα την σταύρωναν. Να' ναι καλότυχη. Στο τραπεζάκι εξ αριστερών υπήρχε γλυκό του κουταλιού κυδώνι. Για τις μοίρες. Οι πόρτες του σπιτιού ήταν ολάνοιχτες και έμπαινε ήλιος από παντού. Χαρά μεγάλη. Έπειτα τα δυο χέρια την ακούμπησαν κάτω. Τα άλλα δυο συνέχισαν να την σταυρώνουν. "Αυτός ο διάδρομος είναι δικός σου" της φώναξαν και έφυγαν. Στην αρχή μπουσούλησε. Μετά περπάτησε κρατώντας τους τοίχους για να στηριχτεί και τώρα  δεν χρειαζόταν στήριγμα άλλο πια -σ´ αυτόν τον διάδρομο ώρες ώρες φιλοξενούνται οι πάντα επίκαιρες ψευδαισθήσεις άλλωστε- και τα χέρια παίρνουν την χρησιμότητα της δημιουργίας. Ο καιρός περνάει. Πότε έτσι πότε αλλιώς. Μόνη παραφωνία ο παππούς που κάποτε  της ψιθύρισε την αλήθεια για τον καλόγερο και τώρα πια κοιμόταν ύπνο βαθύ. Τι κρίμα που δεν θα μάθαινε καμιά καινούργια αλήθεια.
   Μυρίζει γιασεμί από το παράθυρο και κοκκινιστό στην κατσαρόλα από το σπίτι. Η κοπέλα συνεχίζει να περπατάει και να χουρχουρίζει. Ακούγονται παιδιά από την πλατεία και φλιτζανάκι ελληνικού καφέ ν' αναποδογυρίζεται. Μια τηλεόραση παίζει αφιέρωμα στον Ξυλούρη. Δυο που τσακώνονται κι ύστερα φιλιώνουν. Εντός της οικίας. Ραδιόφωνο που παίζει τα μεγάλα λαϊκά ή Πρωτοψάλτη με τα μωσαϊκά. Φτιάχνει αντίστοιχο σκηνικό στα δικά της. Πιο 'κει ένα πάτωμα που κλαίει μαζί της. Ένα περιστέρι καλεί ένα άλλο. Γράμματα ριγμένα στο χαλάκι. Άνθρωποι στο σαλόνι, στην κουζίνα, εντός της. Αγαπημένοι.
  Ένα βήμα κι άλλο ενα βήμα. Ψηλαφίζοντας τις ημέρες τις μια μια. Αναπνέοντας πότε στα σκοτεινά και πότε λουσμένη από ήλιο. Σ' έναν διάδρομο μακρύ. Κάθε βήμα και μια ημέρα. Μπροστινό. Πλαγιαστό. Οπίσθιο. Χορευτικό ή έρπον. Βήμα. Μέχρι  το λεπτό να διαδεχτεί το άλλο λεπτό. Μέχρι να πιεί και να ξανα πιεί και να πει "ποτέ ξανά" και να ξανά πιεί ποτήρι γεμάτο κρασί. Δεν βιάζεται να φτάσει στο δωμάτιο με την διάφανη πόρτα. Μόνο που θέλει μέχρι να φτάσει ν´ ακούσει όσα πιο πολλα φλιτζανάκια του καφέ ν' αναποδογυρίζονται, τα δυο δωμάτια αριστερά της να' χει δει τι έχουν μέσα και να γίνει ένα θάυμα το γιασεμί να μυρίσει και τον χειμώνα. Όταν θα πιάσει το πόμολο του φωτεινού δωματίου θα κοιτάξει τον μακρύ διάδρομο που περπάτησε. Ένα μεσημέρι καλοκαιριού ζεστό. Ξυπόλυτη. Θα χαμογελάσει στις μοίρες γιατί τώρα πια είναι σίγουρη οτι γνωρίζει κάθε σπιθαμή του. Αν τον περπατούσε από την αρχή, ακόμα και με μάτια κλειστά, δεν θα έπεφτε. Θα ανοίξει την πόρτα του δωματίου. Θα χαμογελάει πάλι.  Το κρεββάτι έχει επιγραφή "ενθάδε κείται" από πάνω.


Info tip: Το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Φοβήθηκα ένα βράδυ

   Μαύρη καμπαρντίνα και σκούρα μυτερά παπούτσια από δέρμα φιδιού ή κάτι τέτοιο. Γυαλιά ηλίου -κάτι που έμοιαζε παράξενο μέσα στη νύχτα- και τραγιάσκα με ρίγες κάθετες. Μαλλιά αλογοουρά. Δέρμα σκιαχτικό. Σκαμμένο από την μια μεριά. Γεμάτο ουλές. Πιθανότατα από τα εφηβικά ξεσπάσματα. Από την άλλη δυο καψίματα και μια πληγή. ΄Ισα ίσα που φαινόντουσαν μα στέκονταν εκεί με την σιγουριά της μονιμότητας. Στόμα διψασμένο. Δόντια κάτασπρα και κοφτερά. Τα ξεχώριζες μέσα στο σκοτάδι. Τα χέρια της -όσο φαινόντουσαν δηλαδή- έδιναν την εντύπωση μιας μοναχικής γυναίκας. Μόνης καλύτερα. Εγκαταλελειμμένης. Μακριά ακροδάχτυλα και φλέβες πράσινες και φουσκωμένες. Χέρια που μόλις είχαν περάσει την πρώτη νιότης τους και μπερδεύονταν με την καινούργια πραγματικότητα. Παλιά κρεμόντουσαν πάνω από κουπαστές μικρών πλοίων και πείραζαν την θάλασσα με ξαφνικές δαχτυλικές βουτιές ή κρατούσαν την μαμά από το χέρι και καθώς πηδούσαν τα τετραγωνάκια του πεζοδρομίου -ποτέ πάνω στις διαχωριστικές λωρίδες παρά μόνο μέσα στο τετράγωνο- φώναζαν τσιριχτά "μαμά πεινάω" κι έδιωχναν το ενοχλητικό τσουλούφι από τα μάτια. Τώρα τι;
   Η μία γυναίκα περπατούσε πίσω από την άλλη σε απόσταση μόλις δέκα μέτρων. Θαρρείς εκεί που τελείωνε ο ίσκιος της μιας ξεκινούσε η παρουσία της άλλης. Ήταν καλοκαίρι κι εγώ είχα βγει στο μπαλκόνι να ρεμβάσω. Τότε τις είδα. Μπροστά μια γυναίκα λίγο πριν τα σαράντα και πιο πίσω η παράξενη φιγούρα με την μαύρη καμπαρντίνα και τα ανυπεράσπιστα χέρια, που σαν να ήθελαν να αρπάξουν τα δυο που κρέμονταν μπροστά τους. Ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ το δίχως άλλο, που τα επόμενα λεπτά μετατράπηκε σε αστυνομική νουβέλα με δολοφόνους θύματα κι από όλα.
   Εγώ εκείνη την ώρα είχα βάλει μουσικούλα, μια δόση μαστίχα σε χαμηλό ποτήρι και καθισμένη στην καρέκλα με τα πόδια τεντωμένα πάνω στο τραπέζι αναρωτιόμουν αν είχε έρθει ο καιρός ν' αλλάξω τέντες. Στην αρχή τράβηξε την προσοχή μου ήχος από τακούνια που όσο πλησίαζαν γινόταν ακόμα πιο έντονος. Σηκώθηκα να δω από που ερχόταν και τότε ακριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο εμφανίστηκε η γυναίκα που προϋπαντούσε ο εκνευριστικός ήχος. Κοντοστάθηκε και λαχανιασμένη καθώς ήταν ακούμπησε στο δέντρο και πήρε μια ανάσα. Όμορφη πολύ. Γήινη ομορφιά. Σχεδόν αψεγάδιαστη. Αυτό που μου 'κανε εντύπωση ήταν το βλέμμα της. Κοίταζε πίσω σαν να φοβόταν κάτι. Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν μόνο. Ίσως ένα λεπτό το πολύ. Η γυναίκα ίσιωσε το κορμί της, πήρε μια τελευταία ανάσα κι έκανε να φύγει. Στα δυο πρώτα βήματα που τόλμησε εμφανίστηκε από πίσω της η άλλη. Πάγωσα. Με το που μπήκε η άλλη στο πλάνο μου όχι μόνο ξέχασα τις τέντες και τα παρελκόμενα που τις συνόδευαν αλλά σαν από ένστικτο χαμήλωσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα το ραδιόφωνο μην και γίνει αντιληπτή η παρουσία μου και κυνηγήσει κι εμένα. Έτσι σκέφτηκα. Τότε την παρατήρησα. Είχε κάτι το απόκοσμο. Το φοβισμένο και το φοβιστικό. Φώναξε "δεν μπορείς να πας πουθενά χωρίς εμένα" κι η γυναίκα γύρισε και την κοίταξε. Όλο της το κορμί έτρεμε. Το ίδιο και το δικό μου.
   Τώρα που το σκέφτομαι ήταν λίγο αστείο. Εγώ κρατούσα την ανάσα μου σαν να το 'λεγε σ' εμένα, η έρμη η φοβισμένη είχε παραλύσει κι η άλλη ντυμένη καρναβάλι φοβόταν πιο πολύ κι από τις δυο μας. Το ότι εγώ είχα αυτοτοποθετηθεί συμπρωταγωνίστρια δε ήταν το πιο αστείο. Η παγωμένη σιωπή κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα που εμένα μου φάνηκαν αιώνες. Σε λίγα λεπτά θα γινόμουν μάρτυρας μιας εν ψυχρώ δολοφονίας κι αν κι αυτό δεν το γνώριζα ακόμα, κάτι μέσα μου είχε αρχίσει να προετοιμάζεται. Διακριτικά πάλι πήγα να φορέσω τις σαγιονάρες μου. Σαν θα με καλούσαν για μάρτυρα της υπόθεσης να μην εμφανιζόμουν ξυπόλητη. Φόρεσα την αριστερή που ήταν εκεί τριγύρω κι άρχισα να ψάχνω με την πατούσα μου την δεξιά. "Σταμάτα να μ' ακολουθείς" αποκρίθηκε η μια. "Είμαι εδώ για να σου θυμίζω κάθε μέρα τι δεν μπορείς να 'χεις" της απάντησε η άλλη κι άνοιξε την τσάντα της. Εγώ σκυμμένη στα τέσσερα προσπαθούσα να βρω μέσα στο σκοτάδι -είχα προλάβει να σβήσω και τα κεριά- την άλλη σαγιονάρα, παρακολουθώντας τα τεκτενόμενα ανάμεσα από τα κάγκελα του μπαλκονιού. Η τσάντα δεν είχε μέσα ούτε πιστόλι ούτε μαχαίρι. Καθώς την άνοιγε προσπαθούσα να διακρίνω τι ήταν αυτό που έβγαλε με ιεροτελεστία από μέσα. Ήταν ένα λουρί. Σαν αυτά που βάζεις στα σκυλιά και τους κλείνεις και το στόμα. Κόκκινο λουρί με χρυσό περιλαίμιο.
   Έτσι είναι συνήθως οι φυλακές που βάζουμε τους εαυτούς μας. Χρυσές. Για να μην καταλαβαίνουμε ότι είναι φυλακές. Η γυναίκα με την γήινη ομορφιά γονάτισε και προέκτεινε το κεφάλι της περιμένοντας να της βάλει η άλλη το λουρί. Δεν έγινε τίποτα φαντασμαγορικό όπως αυτά που περίμενα. Η άλλη  άρχισε να πλησιάζει αργά το θύμα της, με χαμόγελο νικητή. Όσο πλησίαζε το χαμόγελο μεγάλωνε. Όταν είχε φτάσει πια σε απόσταση αναπνοής, το χαμόγελο ήταν τόσο μεγάλο, που τα δόντια της κάτασπρα και κοφτερά φώτισαν όλο το τετράγωνο. Η σκυμμένη γυναίκα, ξαφνιασμένη από την λάμψη των λευκών δοντιών, σήκωσε το κεφάλι της και τότε την είδε. Ο διώκτης της ήταν ίδιος μ' εκείνη. Ίδια μάτια, ίδιο στόμα και κυρίως ίδια χέρια. Ανίκανη να καταλάβει τι συμβαίνει άρχισε ν' αγγίζει το σκαμμένο πρόσωπο της άλλης, να της λύνει τα μαλλιά, να την ξεγυμνώνει κι έπειτα να την παίρνει αγκαλιά να μην κρυώσει. Η άλλη αμήχανη από την ξαφνική αγάπη είχε μείνει με τα χέρια μουδιασμένα να κρατά το λουρί. Μουδιασμένα αλλά ακόμα παλλόμενα. Σε μια απρόσεκτη κίνηση της μιας βρήκε την ευκαιρία να την αιφνιδιάσει με το λουρί και να την ακινητοποιήσει. Η άλλη που τώρα πια ήξερε τον εχθρό της κατάφερε να απεγκλωβιστεί. Σώμα με ίδιο σώμα οι δυο γυναίκες πάλεψαν για ώρα πολύ. Εγώ ακόμα στα τέσσερα κατάφερα να βρω την σαγιονάρα στην πιο κρίσιμη στιγμή. Ήταν η στιγμή που ο φόβος είχε σηκώσει κεφάλι και νικούσε. Με περίσσιο θάρρος σήκωσα κι εγώ τελετουργικά την σαγιονάρα μου και την πέταξα πιο γρήγορα κι από την ταχύτητα του φωτός στην ενοχλητική μικρή σαδίστρια απέναντι. Αυτό ήταν. Την αποπροσανατόλισα για μια στιγμή και με όση γενναιότητα έκρυβε η άλλη ξεχύθηκε πάνω της και την ξέσκισε. Καταρρακωμένη από την δύναμη και την επιμονή της γυναίκας που είχε απέναντι της, η γυναίκα με την μαύρη ξεσκισμένη -πια- καμπαρντίνα εγκατέλειψε την μάχη. Σηκώθηκε με δυσκολία και μάζεψε τα κουρέλια της φεύγοντας. Η όμορφη γυναίκα γύρισε και κοίταξε προς το μέρος μου. Έψαχνε τον σύμμαχο της ψηλά όταν εκείνη την ώρα στο διπλανό διαμέρισμα άνοιξαν το φως για να ποτίσουν. Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν. Έγνεψε κάτι σαν ευχαριστώ, ύστερα ίσιωσε το κορμί της και ξεκίνησε πάλι να περπατάει.

Info tip: Το αντίθετο του φόβου είναι πάντα η αγάπη.


Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Η καρδιά του καρπουζιού

   Ζέστη! Η πιτσιρίκα περπατούσε μέσα στην ζέστη κι ακόμα δεν είχε φτάσει ούτε μέχρι τα μισά της διαδρομής. Οι σαγιονάρες της σφαλιάριζαν τον φρεσκοασφαλτοστρωμένο δρόμο ενώ που και που το μεγάλο της δάχτυλο ακουμπούσε καταλάθος την λάβα και διαπερνούσε όλο της το κορμί μια εσωτερική ινδιάνικη ιαχή! Η φωτιά που χορεύει ή κάτι τέτοιο! Τα ρούχα της είχαν αρχίσει να κολλάνε στο κορμάκι της και τα μαλλιά της ανάκατα, είχαν σχηματίσει μουσκεμένους κόμπους στο πίσω και κάτω μέρος του κεφαλιού, ενώ το μοναδικό κοκαλάκι της, χρησίμευε στο να συγκρατεί δυο τρεις τρίχες, ακόμα υποταγμένες. Κίτρινο κοντό παντελόνι και μωβ ξεβαμμένο φανελάκι με δυο τρύπες στην πλαϊνή ραφή. Αποτέλεσμα ισόπαλου αγώνα με τον μικρό της οικογένειας. Βρακί, νωπό από τον ιδρώτα, που φλυαρούσε "πότε θα φτάσουμε επιτέλους σπίτι να μπω στα άπλυτα;" και πήγαινε πότε δεξιά πότε αριστερά. Ζέστη! Με το μουστάκι να τσούζει και τα πόδια να τρέμουν από την ανηφόρα. Χεράκια φορτωμένα με σακούλες  από τον μανάβη, τον χασάπη και τον φούρναρη κι ιδρώτας να στάζει.
   Μεσημέρι καθώς ήταν, τα παράθυρα κι οι πόρτες παρέμεναν κλειστά κι έκρυβαν από πίσω τους παππούδες με άσπρη σωβρακοφανέλα να ροχαλίζουν, γιαγιάδες να προσμένουν τον κανακάρη τους στην κουζίνα με το πιάτο σκεπασμένο με άλλο πιάτο και τα γεμιστά ανάμεσα, μαμάδες ανεξήγητα πλήρεις να χαχανίζουν πνιχτά γέλια με τα δίχρονα μικρά τους ενώ ο μπαμπάς αποκοιμιέται στην πλαστική καρέκλα του εξοχικού με το στόμα ανοιχτό, αγόρια να ξεφυλλίζουν κρυφά πονηρά περιοδικά και να σκέφτονται την Έλλη από την πλατεία που μυρίζει όμορφα και φυσικά μικρές κυρίες -σαν την δική μας με την νευρική σαγιονάρα- να βγάζουν τα φρύδια τους για πρώτη φορά με δανεικό τσιμπιδάκι. Η πιτσιρίκα περνούσε ανάμεσα από αυτά τα σπίτια κι αφουγκραζόταν πότε τα ρυθμικά ροχαλητά και πότε τα γέλια κι έφτιαχνε δικές της ιστορίες για το τι γινόταν από μέσα. Χασκογελούσε κι αυτή τότε και τραβούσε με χάρη το βρακί της να ξεκολλήσει από πάνω της. Έτσι ξεχνούσε για λίγο την ανηφόρα και την ζέστη.
   Αν ήταν μεγάλη η ανηφόρα; Μεγάλη και γεμάτη στροφές. Έκανε ένα βήμα κάθε δέκα λεπτά. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς της θα έφτανε στο σπίτι της σε 70 με 80 χρόνια. Έσκυβε να πιάσει την σακούλα που της γλιστρούσε από το ένα χέρι, της έπεφτε από το άλλο η χαρτοσακούλα με τα αυγά. Έσπαγαν. Έβγαζε το φανελάκι της να τα σκουπίσει, μην δει ο κόσμος τις βρωμιές της μολις ξυπνήσει, της έφευγαν οι ντομάτες τρεχάλα στην κατηφόρα. Έτρεχε ξωπίσω τους να τις πιάσει, έχανε κι άλλα χρόνια με το κηνύγι. Έπιανε κάποιες, κάποιες άλλες γίνονταν σάλτσα από κανένα τρακτέρ περαστικού και ξαναγύριζε στα ψώνια της. Φορούσε την πασαλειμμένη μπλούζα της από τα αυγά και πια εκτός από ιδρωτίλα μύριζε και αυγουλίλα. Επόμενη στροφή σκύλος που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει. Πιο 'κει καποιος κοιμάται όξω. Σφυρίζει αδιάφορη. Αν είναι ήσυχη δεν θα τον ξυπνήσει. Αν είναι τυχερή εκείνος θα ακούσει το σφύριγμα της. Ακόμα μια στροφή κι ο δρόμος μπροστά της τώρα χωματένιος. Ζέστη και λιοπύρι. Καλοκαίρι.
   Κάποτε η πιτσιρίκα έφτασε στο σπίτι. Το τελευταίο του χωριού. Ο δρόμος εκτός από φασαριόζικα σπίτια είχε και πλατάνια. Κάπου κάπου άερας δροσερός αποσπούσε την μεσημεριανή καυτή βουβαμάρα από την εγωκεντρική στάση της. Πότε πότε κανένας πιο ξύπνιος περαστικός με ποδήλατο την φόρτωνε στην καρότσα του. Πότε ήθελε να πάει μόνη της. Η πιτσιρίκα ανέβαινε κι όλο ανέβαινε την ανηφόρα με κρυμμένο άσσο στο μανίκι της παγωμένο καρπούζι στο ψυγείο. Πιο πολύ λιγουρευόνταν την καρδιά. Χωρίς κουκούτσια και περιττά. Γλύκα και παγωμένο ζουμί να κυλάει στον ουρανίσκο της. Που και που να ακουμπάει την φλούδα στα πόδια της και να τα δροσίζει κι αυτά. Μόλις 80 χρονών ή 80 ημερών. Μπορεί και δευτερολέπτων. Δεν θυμάται. Αυτό  που θυμάται είναι πόσο λαχταρούσε το καρπούζι. Μέχρι να φτάσει της έτρεχαν τα σάλια γιατί σκεφτόταν την ζουμερή καρδιά. Την καρδούλα της.



Info tip: Στους πιο μεγάλους δρόμους με ζέστη κι ανηφόρα και δάχτυλα πάνω σε καυτή λάβα υπάρχει πάντα μια καρδιά που μας περιμένει σπίτι. Καλό μήνα! Καλό καλοκαίρι!
 
 

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ

   Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ είναι μαζί εδώ και ένα χρόνο σχεδόν. Μια συνηθισμένη ημέρα τους περιλαμβάνει πρωινό ξύπνημα στις 9 για εκείνη και με τα χίλια ζόρια λίγο πιο μετά για εκείνον. Δέκα λεπτά έκαστος στην τουαλέτα, ντύσιμο, κλειδιά, αυτοκίνητο. δουλειά. Πασαλείμματα -πάντα μπροστά σε έναν υπολογιστή- αποδοτικότητας στο γραφείο, ένα τηλέφωνο πεταχτό στο εικοστό διάλλειμα για κατούρημα-φαγητό-τσιγάρο-έλεγχο Facebook και επιστροφή στην καρέκλα που θα αφήσουν τα κόκκαλά τους μια ημέρα, να μου το θυμηθείς! Μετά από το οχτάωρο στο γραφειάκι του τρόμου θα πάνε κανένα σινεμά ή θέατρο και στα πολύ χάι χούι τους θα φάνε ή θα πιούνε κάτι μετά το και "ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΘΕΑΣΗ". Θα γυρίσουν σπίτι. Αν δεν είναι κουρασμένοι και δεν έχουν πάθει κατάθλιψη από αυτό που είδαν θα κάνουν έρωτα εικοσαλέπτου, στο τέλος θα φιληθούν και θα πλύνουν τα δόντια τους πριν κοιμηθούν. Υπάρχουν βέβαια και εναλλακτικά βράδια. Εκείνος σπίτι του να παίζει Pro και να νομίζει ότι ξανά γύρισε το παιδί που είχε ξεχάσει -η ψυχολογία των περιοδικών αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη στο να βουλώνει τρύπες- και εκείνη σπίτι της να βλέπει Sex and the city και να τρώει ενοχικά παγωτό με Stevia. Ή βράδια που θα χαζέψουν μπροστά στην τηλεόραση μαζί, ξενερωμένοι με την κακή τους τύχη, που είναι καλοκαίρι-φθινόπωρο-χειμώνας-άνοιξη και το ταβάνι είναι ακόμα άσπρο.
   Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ ανήκουν στην γενιά των ταλαιπωρημένων 30, Των ταλαιπωρημένων ή των ταλαίπωρων; Δεν έχει και πολύ σημασία καθότι η μοίρα τους έδειξε το χειρότερο πρόσωπο της από πολύ νωρίς. Παιδιά μικροαστικών οικογενειών. Με μεγάλωμα που περιείχε σπιτικό παστίτσιο τις Κυριακές, το σπίτι της Barbie για εκείνη και την άμαξα των playmobil κάτω από το δέντρο για εκείνον, γιαγιάδες που τους χαρτζιλίκωναν χιλιάρικα κρυφά από την μαμά και τους μπούκωναν για να χορτάσουν τα κατοχικά τους σύνδρομα και εκδρομές πενταήμερες που έδιναν τα πρώτα φιλιά τους σε χοροεσπερίδες στο Envy. Αργότερα οι πρώτες κρίσεις πανικού λίγο πριν τις πανελλήνιες αφού οι απαίτηση ήταν καλή σχολή γιατί ήταν καλά παιδιά και αργότερα θα γίνονταν καλοί γονείς σε δικά τους καλά παιδιά. Πανεπιστήμιο. Παρέες. Πρώτα τραύματα από τα σκέλη στα σκέλη του έρωτα. Νέες κρίσεις πανικού. Κανένα ξενύχτι για να πούνε ότι είναι φευγάτοι και μπορούν. Αγορά εργασίας. Προηγούμενοι τριαντάρηδες καμένοι και καημένοι που κάνουν την επίδειξη δύναμης life style αφού δεν μπορούν να επιδείξουν τίποτα άλλο. Πενταετία τηλεφωνήτριας και executive του κώλου που τείνει να γίνει δεκαετία και το "εγώ προσωρινά είμαι εδώ" γίνεται από την μια στιγμή στην άλλη "'άμα χάσω την δουλειά μου θα πεθάνω". Παντόφλα, καναπές, πλύσιμο δοντιών απαραιτήτως, μαξιλάρι, δάκρυ για την γυναίκα -οι άντρες δεν κλαίνε, μόνο που κάτι τέτοια βράδια κάθονται στο μπαλκόνι και καπνίζουν από τα κομμένα-, ύπνος και φτου πάλι από την αρχή την επόμενη.
   Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ προφανώς και αντιμετωπίζουν κάποια θέματα -πως να το πω- υπάρξεως. Υπαρξιακά τα λένε. Βασικά είναι ζόμπι. Δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Γι' αυτό και δεν έχουν κανονικά ονόματα όπως οι κανονικοί άνθρωποι σαν εμένα ή σαν εσένα. Ζουν σε πόλεις υπόγειες και άνυδρες. Πίνουν το νερό των αποχετεύσεων και τα Σάββατα βγαίνουν ραντεβού στα κρυφά εκεί που δεν έχει πολύ φως για να μην τους εντοπίσουμε. Καπνίζουν τα αποτσίγαρα μας και τρώνε σαβούρες στις μπανανόφλουδες που έχουμε πατάξει άθελά μας στα πεζοδρόμια. Τα σακουλάκια από τα κρουασάν που κρυφομασουλήσαμε τα χρησιμοποιούν για να παίζουν μουσικές στους γάμους και στα βαφτίσια τους. Κηδείες δεν έχουν. Είναι ήδη νεκροί και δεν βλέπω να υπάρχει κανένας τρόπος να ζωντανέψουν. They are the walking dead ψύχη τε και σώματι.
   Ένα βράδυ, σε μια βόλτα τους σαββατιάτικη, ο κύριος Χ και η κυρία Ψ έχουν βγει βόλτα στο λιμάνι της πόλης. Κοντά στα ναυπηγεία που δεν έχει πολύ φως. Περπατούν σιωπηλοί. Εκείνη σκέφτεται ότι σε μια τέτοια αποβάθρα πρέπει να έλεγε ο Καλογήρου στον Κούρκουλο το "είναι πολλά τα λεφτά Άρη" ενώ εκείνος σκέφτεται γιατί δεν έγινε ναυτικός για μπορέσει να μείνει έτσι για πάντα νέος και όχι ζόμπι που περπατάει στα κρυφά ενός ναυπηγείου για να μην τον δουν. Η κυρία Ψ προφανώς επηρεασμένη από την θάλασσα που μύριζε ελευθερία και ορίζοντα γυρίζει και κοιτάζει τον κύριο Χ. Τον βλέπει να μειδιά. Ο ίδιος ταυτόχρονα εκείνη την ώρα ορκίζεται μέσα του ότι αφού δεν έγινε ναυτικός θα γινόταν τουλάχιστον Καββαδίας ποιητής και θα πλησίαζε έτσι το όνειρό του γράφοντας στίχους τα βράδια που κάπνιζε από τα κομμένα. Αυτό του δίνει μια ώθηση να σκάσει ένα χαμόγελο. Η κυρία Ψ γοητεύεται από αυτό του το μειδίαμα. Του σφίγγει το χέρι και τον φιλάει στο στόμα απαλά. Ο κύριος Χ ξαφνιάζεται αλλά ανταποδίδει. Όταν ανοίγει τα μάτια του σκέφτεται ότι θα μπορούσε να γράψει για αυτό το ενσταντανέ στο πρώτο του ποίημα. Κοιτάζει την κυρία Ψ στα μάτια και την παίρνει αγκαλιά. Αρχίζει τότε να της εξιστορεί για τα ψεύτικα ταξίδια που έκανε μικρός πάνω στην ταράτσα του εξοχικού τους λέγοντας στον μικρό του αδερφό ότι το σπίτι ήταν υπερωκεάνιο και εκείνοι καπετάνιοι. Τότε και εκείνη του εξομολογείται για την έμφυτη κλίση της στην ζωγραφική και τα μυστικά σχέδια που κάνει στην δουλειά και τα κρύβει κάτω από τις προσφορές και τα συμβόλαια. Εγκάρδια χάχανα. Καλοκαίρι χωρίς μα μου σου του. Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ μιλούν μυστικές λέξεις.
   Απορροφημένοι από την ανεύρεση αυτής της μυστικής γλώσσας που ανακάλυψαν, ξεχάστηκαν και τους πέτυχαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, να τρώνε μακαρονάδα αμφιβόλου ποιότητας σε ένα από τα εστιατόρια του λιμανιού δίπλα σε κάτι ναυτεργάτες, κανονικούς. Χωρίς να πλύνουν τα δόντια τους παίρνουν ταξί -τι όμορφο κίτρινο χρώμα έχουν τα ταξί αλήθεια!- και δίνουν  το πρώτο τους πρωινό φιλί πριν αποχωριστούν. Καφές και κουλούρι και το σαλάκι τρέχει. Οι ώρες στο γραφείο είναι ροζ απαλό και μυρίζουν τσιχλόφουσκα. Ο κύριος Χ γλιτώνει μια συνάδελφο από βέβαιη απόλυση. Η κυρία Ψ ακούει κρυφά μουσική και ζωγραφίζει ένα σπίτι με κήπο πάνω σε ένα post it. Χαμογελάει στο παιδί που της φέρνει κάθε ημέρα τις φωτοτυπίες και εκείνος της λέει ότι σήμερα λάμπει. Η κυρία Ψ μπορεί να παραιτηθεί μπορεί και όχι. Μπορεί να γίνει μαμά ή ζωγράφος που θα κάνει εκθέσεις με post it. Ο κύριος Χ μπορεί να μην έγινε ναυτικός αλλά θα γράψει σίγουρα ένα, δύο ή και τρία ποιήματα. Έχει ανοίξει φανερά σελίδα και διαβάζει Καββαδία. Το απόγευμα η κυρία Ψ θα περπατήσει μέχρι το σπίτι και θα δει για πρώτη φορά τα πρεβάζια στην απέναντι πολυκατοικία. Καλαμωτές που πάνω τους αποκοιμιέται ο ήλιος. Μια ημέρα έφυγε. Χαμογελάει. Αυτή η μέρα επιτέλους ήρθε! Αναδιατυπώνει. Ο κύριος Χ κάνει μπάνιο. Το νερό είναι καθαρό. Δροσερό και διάφανο. Πάνε τα απόνερα των υπονόμων. Ακούγεται jazz από το laptop. Ένα περιστέρι στον ακάλυπτο. Υπάρχει. Όμορφα φρεσκοπλυμμένα σεντόνια. Παγωτό σοκολάτα χωρίς ενοχές. Χτυπήματα κουδουνιών. Αγκαλιές. Ταινία. Πολλές μικρές ευτυχίες μαζεμένες. Όλα ίδια μα αλλιώς. Τα ζόμπι κάποιες φορές ανασταίνονται. Αρκεί να το θέλουν πολύ.



Info tip:
Ο κύριος Χ και η κυρία Ψ ζουν ανάμεσα μας. Έχουν πια αναστηθεί και έχουν μη κανονικά ονόματα αφού αποφάσισαν να είναι μη κανονικοί άνθρωποι. Θα ήθελαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους.
  
  
  
  

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Το Κορίτσι Μου

    Μισοδιαβασμένα βιβλία ανοιχτά πάνω στο γραφείο. Μολύβια, ξύστρες και γόμες ψυχαναγκαστικά τοποθετημένα στην σειρά δεξιά της κασετίνας και αριστερά του ντοσιέ με τις εκθέσεις. Τα μαθηματικά κρυμμένα στον πάτο των στοιβαγμένων τετραδίων. Στην κορυφή της βιβλιοθήκης λούτρινα απορημένα και μια καρέκλα ζεστή ακόμα από το πήγαινε έλα της βαρεμάρας. Η ώρα οχτώ και κάτι. Τα παιδιά ακούγονται στην πιλοτή που παίζουν κρυφτό ή κάτι τέτοιο. Σε λίγο νυχτώνει μα εκείνα δεν ακούν τα καλέσματα για μάζεμα, πλύσιμο και ύπνο. Είναι αρχές Ιουνίου. Είναι σορτσάκια λουλουδάτα. Είναι πόδια γεμάτα γρατζουνιές. Είναι φίλοι που λένε μυστικά πίσω από τις κολόνες. Μια βέσπα με ζεστή ακόμα την μηχανή μαρσάρει στην ανηφόρα. Είναι καλοκαίρι του '92.  
   Το κορίτσι ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά. Πρώτος όροφος. Βγάζει το ιδρωμένο φανελάκι. Πετάει τα πέδιλα από εδώ και από εκεί και τρέχει στο μπάνιο για ολική επαναφορά. Λίγο τα αυτιά να σαπουνιστούν ακόμα και ξέβγαλμα. Πιτζαμάκια σεταρισμένα και άραγμα στον καναπέ. Κανένα παιδί δεν κοιμάται από τις εννιά στην Ελλάδα. Ειδικά το καλοκαίρι. Τα πατουσάκια έχουν ακόμα λίγη σκόνη. Δεν βαριέσαι! Τρίβει με επιφύλαξη το δάχτυλο στον κίτρινο καναπέ της μαμάς. Κανένα ίχνος. Μαζεύεται η οικογένεια. Μαμά, μπαμπάς και αδερφός. Με αυτή την σειρά. Πάντα. Αρχίζει ταινία στην τηλεόραση. Η μαμά δεν θα καταλάβει ότι είναι εννιά και δεν έχει πάει για ύπνο. Ο μικρός παραπονιέται για μάσα. Ώρα είναι. Πλαστικά πιάτα σε όλα τα χρώματα με το κατιτίς τους μέσα. Η ώρα που μαζεύεται η οικογένεια είναι ιερή. Τίτλοι αρχής. Το κορίτσι μου. Η ταινία ξεκίνησε.
   Όταν ο Macaulay συνάντησε τον έρωτα της ζωής του άρχισε να τρέχει πίσω από ένα ποδήλατο όλη ημέρα. Ο Thomas και η Vanda γίνονται αδελφοποιτοί, έπειτα φιλιούνται και για να σπάσουν την σιωπή της αμηχανίας λένε τον εθνικό ύμνο δυνατά. Σε μια λίμνη δίπλα. Τίποτα δεν πρόκειται να χαλάσει την ηρεμία της οικογενειακής καθιερωμένης συνάθροισης και τίποτα δεν πρόκειται να θορυβήσει την ζωηρή πατούσα του κοριτσιού που τώρα παιχνιδίζει με τα κρόσσια της μπροστινής πολυθρόνας. Ο μπαμπάς ροχαλίζει ρυθμικά. Η Vanda θέλει να γίνει συγγραφέας και είναι ερωτευμένη με τον καθηγητή της. Είναι έντεκα χρονών.
   Έλα όμως που οι μέλισσες τσιμπάνε το αγόρι. Ο μικρός αγκαλιά με το μαξιλάρι έχει χωθεί στην αγκαλιά της μαμάς και κλαίει. Το αγόρι πέθανε. Ο μπαμπάς από τα κλάματα του μικρού ξυπνάει και ανακάθεται στην θέση του. Βήχει για να πάρει φόρα και να πει το κλασικό "ταινία είναι" και να τονίσει "μην κάνετε έτσι βρε παιδιά". Η πατούσα του κοριτσιού έχει ιδρώσει. Το κρόσσι πηγαινοέρχεται για λίγα δευτερόλεπτα μόνο του σαν να θέλει να αντιδράσει στην πολύωρη ταλαιπωρία του. Το κορίτσι της ταινίας κλαίει και αναρωτιέται γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι. Το κορίτσι του καναπέ αναρωτιέται το ίδιο. Δεν κλαίει. Θα κλάψει στο μαξιλάρι της μετά και πιο μετά από το μετά.
   Το θέμα με την ενηλικίωση είναι ότι τα μισοδιαβασμένα βιβλία παύουν να μην σε ενοχλούν. Άλλες φορές πρέπει άλλες θέλεις και άλλες μπορείς -ή δεν μπορείς- να τα διαβάσεις μέχρι το τέλος. Στην καλύτερη των περιπτώσεων δίνεις χρόνο στο εαυτό σου. Για να τα διαβάσει. Κλειστά ή ανοιχτά δεν έχει σημασία. Πρέπει να διαβαστούν και να τοποθετηθούν σε κάποιο ράφι. "Be a thunderstorm" παροτρύνει ο καθηγητής της Vanda τους μαθητές του στο τέλος της ταινίας. Όσο πιο θόρυβο κάνει η καταιγίδα τόσο το καλύτερο. Μέχρι να φτάσει να κάνει τόσο πολύ πια που δεν θα ακούς τα καλέσματα για μάζεμα, πλύσιμο και ύπνο. Όπως κάποτε.


Info tip:
Να μην ξεχάσω να μαζέψω τα μαλλιά μου, πριν βγω στην πιλοτή, για να παίξω μπουγέλο.




Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

'Ονειρο θερινό

   Τα κλειδιά στο χέρι, το κινητό, πορτοφόλι και μια ζακέτα για την ψύχρα. Που ακόμα κι αν κάνει καύσωνα εσύ θα την ρίξεις ούτως ή άλλως στους ώμους σου για να νιώσεις ακόμα πιο επιρρεπής στη νύστα που σε γυροφέρνει εκείνη την ώρα. Ειδικά στις μεταμεσονύκτιες προβολές. Χαλαρώνεις στην καρέκλα. Βυθίζεσαι μέχρι εκεί που μπορείς να φτάσεις. Γέρνεις το κεφάλι στον συμπαθητικό διπλανό σου -αν δεν υπάρχει ενδιάμεσο τραπεζάκι για τα παρελκόμενα- και κάποιες φορές φτιάχνεις δικό σου φινάλε. Με μάτια κλειστά που ονειρεύονται. Σινεμάδες.
   Δεν θυμάμαι πια ήταν η πρώτη φορά που πήγα σε θερινό. Πολύ πιθανόν να ήταν εκεί γύρω στα δεκαπέντε, στο λύκειο. Θα ήταν κι αυτό της μόδας. Σαν τον φραπέ με Baileys, τα δίπατα παπούτσια, τις γαλάζιες σκιές πάνω από το μάτι και τα κοντά μπλουζάκια. Η δυναστεία του Beverly Hills 90210. Τόσο δυνατή επιρροή που ακόμα θυμάμαι το νούμερο και δεν χρειάστηκε να το γκουγκλάρω. Αυτό κι αν είναι σπουδαίο. Μερικές μνήμες μας φοράνε ακόμα σιδεράκια και δένουν τα παπούτσια τους στην στάση του λεωφορείου, κρατώντας το πεντοχίλιαρο σφιχτά στη χούφτα για να μην το χάσουν. Η ταινία αρχίζει μόλις παιχτούν τα προσεχώς. Προλαβαίνουμε.
   Βουτυράτο φρεσκοψημμένο γνωστό έδεσμα μπαίνει στα ρουθούνια δυο τετράγωνα πριν φτάσεις. Έχει έρθει η σειρά σου πια στο ταμείο και το σαλάκι νομίζεις θα στάξει πάνω στο πεντάευρω που σπρώχνεις διακριτικά στην κοπέλα. Φυσικά έχεις πάει μέρα "δύο εισιτήρια στην τιμή του ενός". Αυτά είναι τα καλύτερα! Συνήθως μαλώνεις με την φίλη ή τον φίλο για το ποιος θα πληρώσει για την ταινία και συνήθως -πάλι- τα βρίσκετε στα ποτά μετά. Καλοκαίρι, cocktail σε ταράτσα στο Μοναστηράκι και μετά σβήσιμο με μπύρα στα παγκάκια του Λυκαβηττού. Ξημερώματα. Αθάνατο βράδυ twenty something. Στα παγκάκια του Λυκαβηττού δε, θα κάνεις και την ανάλυση του έργου. Με αφορμή τόσο τα εν κατακλείδι της ταινίας όσο και το απέραντο φωτισμένο "πόσο μικροί είμαστε" της Αθήνας μπροστά σου, θα φιλοσοφήσεις για την ομορφιά της ζωής και θα αγκαλιαστείς με τον τύπο δίπλα σου. Σαν ταινία με την Julia ή την Jenifer ένα πράγμα. Χωρίς τις υγρές ματάρες της μιας ή τα "εγώ δεν τα πετυχαίνω ποτέ σ' εμένα" μαλλιά της άλλης αλλά  με όλο το συναίσθημα που απαιτείται να έχει μια πρωταγωνίστρια. Η ταινία αρχίζει.
   Μυρωδιά νυχτολούλουδου ανακατεμένη με κρέμες σώματος. Κάποιος φοράει ακόμα old spice τρεις θέσεις πιο δίπλα. Αέρας φωνάζει με θράσος για σουβλάκι, καρπούζι με φέτα ή απλά νοτισμένη άμμο από θαλασσινό νερό. Η ταινία αρχίζει. Ένα χέρι κρατάει σφιχτά το δικό σου. Η πιο παράξενη ελευθερία που γεύτηκες ποτέ. Πάλι η νοτισμένη άμμος στην μύτη σου. Σήμα κατατεθέν του παραδείσου. Λείπουν οι φοίνικες και η αιώρα. Τα αστέρια -ευτυχώς- τα έχεις πάνω από το κεφάλι σου. Κάπου μεταξύ Almodovar και Woody βρίσκεις την αιώρα. Στον Christopher Nolan ανακαλύπτεις τον έναν φοίνικα. Ποιος το περίμενε; Ο Tim παρεάκι με τον μούσο του τον Jonny σου φέρνει κατευθείαν από την Καραϊβική τον άλλον. Συνέρχεσαι λίγο μέχρι που ο Harry Potter σε μεταμορφώνει σε χαβανέζα και πια έχεις μεταφερθεί τελείως στο παράδεισο. Διάλλειμα.
   Με την επιστροφή στην καρέκλα έχεις γεμίσει με πολεμοφόδια από το κυλικείο και τα δυο σου χέρια. Κανένας παράδεισος δεν έχει για πάντα ειρήνη. Μικρές μάχες με το παγωτό μηχανής να λιώνει στο στόμα σου και τα πατατάκια αριστερά σου και δεξιά σου να παίζουν ορχηστρική μουσική από τα Βαλκάνια. Συμφωνικό χάος. Αυτό κι αν έχει ομορφιά. Τώρα πια αναζητάς διακαώς το νυχτολούλουδο να ανακατέψει την μυρωδιά του με την αλοιφή για τα κουνούπια. Το νυχτολούλουδο είναι ακόμα εδώ. Παράδεισος once again. Η ταινία είναι μεταγλωτισμένη και της δένεις τα κορδόνια που σέρνονται στα χαλίκια. Μαμά τελειώνει;
   Όσο κοιμόμουν πάνω στο μπράτσο του συμπαθητικού διπλανού μου είδα ένα όνειρο. Είδα λέει το χέρι που με κρατούσε σφιχτά να έχει γεράσει. Όπως και το δικό μου χέρι. Γύρω μου μύριζε ναφθαλίνη και λεβάντα. Μα πάνω από όλα νυχτολούλουδο. Πάντα νυχτολούλουδο. Είδα δυο πλάτες κοντά πολύ κοντά η μία με την άλλη. Είδα άσπρα μαλλιά και καφετί ρούχα. Είδα μπροστά τους μια οθόνη μεγάλη να φωτίζει τα άσπρα τους μαλλιά και να τα κάνει ασημένια. Είδα στην οθόνη να γράφει "that's all folks". Καλοκαίρι. Σε ένα θερινό σινεμά. Μια Κυριακή βράδυ. The end.
  
  
Tip:
Ό αγαπημένος μου θερινός κινηματογράφος είναι το Cine Αρκαδία της φωτογραφίας. Ανακαλύψτε τον.
  
 

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Ένας νάνος φτυστός Gremlin

   Το κλειδί ήταν πάντα στην εξώπορτα. Μην τυχόν και θελήσει κάποιος κάτι να φάει ή να πιει και χάσει περιττό χρόνο στα "ποιος είναι" και στα "τι θέλει". Τα παπούτσια άλλωστε είχαν άλλη χρησιμότητα. Να ομορφαίνουν τα πόδια, να βγαίνουν μετά από to πολύωρο σουλατσάρισμα και να μπαίνουν στην λεκάνη για ποδόλουτρο ή να μαζεύονται των Αρχαγγέλων για να μην κινδυνέψουν οι ψυχές να ταξιδέψουν πριν την ώρα τους. Το κλειδί λοιπόν έξω από την πόρτα. Τριώροφο σπίτι. Κληρονομιά από σμυρνιά γιαγιά. Κωλοπετσομένη. Δεν την γνώρισα μα σαν να την ήξερα.
   Τον χειμώνα η κοτόσουπα έβραζε πάνω στην καφέ σιδερένια σόμπα. Ένα ορθογώνιο άλμπουμ αναμνήσεων με χοντρό φουγάρο για να κρατά ζεστές τις νύχτες με τα σόγια γύρω από το παμπάλαιο σκαλιστό τραπέζι. Ο παππούς νταλαβεριτζής και βασιλιάς της τηγανητής πατάτας. Φύλαγε τις πιο καλοψημμένες σε πιατάκι δίπλα του και μου τις έχωνε με χαρά στο στόμα. Έπινε τον κράσο του και δεν είχε ποτέ του πρόβλημα που το σπίτι ήταν κέντρο διερχομένων. Όταν του ερχόταν η ντάγκλα, μα πρωί μα μεσημέρι μα βράδυ, αποχαιρετούσε την κομπανία και πήγαινε στην κρεββατάρα του. Ροχαλητό εν δυο τρία και νάνι.
   Το τραπέζι δεν το σήκωνε κανείς. Μάζευε όποιος έμενε τελευταίος τα περιττά και την θέση των μεζέδων έπαιρναν καφές, κουλούρια και κουβεντολόι. Έβαζε καμιά φωνή στα γυναικεία χάχανα ο παππούς και άλλαζε πλευρό. Μαντάμες και κοριτσόπουλα μπαινόβγαιναν στο σαλόνι. Πάνω στο τραπέζι ρόλεϊ και τσιμπιδάκια μαζί με Ava για τα πιάτα και λεμόνι στυμμένο ή μπύρα στο κουτί. Η γιαγιά καθότι κομμώτρια είχε μετατρέψει το μισό σπίτι σε ινστιτούτο καλλονής και καθώς έλεγε το Ava, όχι επειδή ήταν φτηνό, αλλά έκανε τα καλύτερα λουσίματα. Εγώ από την άλλη να σκουπίζω με τις ώρες τις ατέλειωτες τρίχες γύρω από την κάσκα μπας και ξεκλέψω κανένα μεγαλίστικο τερτίπι και το παίξω έπειτα μπροστά στον καθρέφτη ενώ οι κυρίες με φιλούσαν πεταχτά και με ρωτούσαν "τι θα γίνεις πουλάκι μου όταν μεγαλώσεις εσύ;" και τότε εγώ τους απαντούσα "κουρεύτρια ή ηθοποιός" και ξανά μανά η σκούπα να παιδεύεται στο πήγαινε έλα.
   Η πιο γιαγιά από την γιαγιά, η μαμά της γιαγιάς δηλαδή, άκουσε ότι ήθελα να γίνω θεατρίνα σ´ ένα από τα καθιερωμένα καλοκαιρινά τσιμπούσια στην βεράντα. Μαζεμένοι θείοι, θειές και βλαμμένα τριτοξάδερφα, που έτρωγαν τις πατάτες μου. Ραδιόφωνο της κακιάς ώρας αγορασμένο από κατάστημα ηλεκτρονικών σαν του Ιάσωνα από το Ρετιρέ. Έπαιζε σίγουρα Λίτσα Διαμάντη. Σίγουρα όμως. Η τηλεοραση επίσης στη διαπασόν με τον Χατζηνικολάου κρυμμένο πίσω από τα πατομπούκαλα που αναρωτιόταν για την λιτότητα κι εμένα κορδωμένη σαν το παγώνι. Η μαμά αποκάλυπτε το πεπρωμένο μου στην ομήγυρη. "Πουτάνα θα γίνεις;" φώναξε κατακόκκινη η γιαγιά η μεγάλη και το περήφανο κορμάκι μου ζάρωσε απότομα. Λούφαξα τότε στην γωνιά μου και δεν ξανά μίλησα όλο το βράδυ κι ας με λέγανε μουτρού. Αμ το παγώνι δεν πεπόνι καλή μου! Δεν πεπόνι!
   Είχαμε κι άλλα ευφάνταστα βράδια. Τα καλοκαίρια μύριζαν νυχτολούλουδο και σουβλάκια. Μας κοίταζαν οι γύψινοι νάνοι, κρυμμένοι πίσω από τα γεράνια και μούδιαζε όλο το είναι μας. Ποτέ μου δεν κατάλαβα αλήθεια για ποιον λόγο να έχει καποιος στον κήπο ή στην βεράντα του έναν νάνο Gremlin. Μόνη μου νύχτα δεν πήγαινα προς τα εκεί. Μ' έτρωγε να πάω αλλά δεν πήγαινα. Πολλές φορές άμα τους κοίταζα για πολλή ώρα νόμιζα κουνιόντουσαν. Την άλλη ημέρα που πήγαινα να τους ξανά δω είχαν αλλάξει και θέσεις μεταξύ τους. Gremlin!
   Τα Χριστούγεννα στολίζαμε ένα ασημένιο δέντρο με κάτι γυάλινες μπάλες χρωματιστές κι εύθραυστες. Προσοχή στο εύθραυστες! Ιεροτελεστία! Μέχρι τα δέκα μου δεν επιτρεπόταν να τις πιάσω εγώ. Μα ποιος νοήμον άνθρωπος αγοράζει ασημένιο δέντρο σαν το δεύτερο λαϊκό πρόγραμμα του Φλωρινιώτη και μπάλες από γυαλί; Από όλα τα δέντρα όμως αυτό εχω αγαπήσει πιο πολύ. Όταν τελείωνε η μαμά με το ξετύλιγμα μιας μιας της μπάλας από την εφημερίδα και πολύ προσεκτικά την τοποθετούσε στο κλαδί, εγώ αναλάμβανα να φτιάξω την φάτνη. Μπουκωμένη με κουραμπιέδες και βουτηγμένη στις χρυσόσκονες κατάφερνα να φτιάξω την πιο ωραία φάτνη του κοσμου! Αυτό δεν ήταν λίγο ε;
   Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού ήταν στον δεύτερο όροφο. Κάθε φορά που μας πήγαινε η μαμά εκδρομή στο πατρικό της, μόλις δέκα λεπτά απόσταση με το ταξί από το δικό μας σπίτι, ο κόσμος μας φωτιζόταν. Έπιανα με τα δάχτυλα μου το διαχωριστικό λάστιχο στο ταξί, γαντζωνόμουν σχεδόν και κολλούσα την μούρη μου στον οδηγό ανυπομονώντας να φτάσουμε για ν' ανέβω δυο δυο τα τσιμεντένια σκαλιά και να προλάβω να κάνω εγώ το ποδαρικό. Το σπίτι αυτό γκρεμίστηκε. Είναι καμιά δεκαριά χρόνια τώρα. Την θέση του πήρε μια πολυκατοικία που έπιασε όλο το τετράγωνο. Αντιπαροχή. Μα κάθε φορά που οι νάνοι φτυστοί με κάποιο Gremlin αλλάζουν θέσεις εγώ το θυμάμαι. Ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Η βεράντα είχε τα πιο ωραία γεράνια της γειτονιάς.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Ειρήνη Ημίν

   Τζιν αγορασμένο από την λαϊκή. Του δεκάευρου. Μαλλιά λαδωμένα. Χτενισμένα με τσατσάρα πλαστική για να μπορεί να γίνεται περίτεχνα η χωρίστρα στο πλάι και να μην φαίνεται πολύ το μαύρο κάτω από το ξανθό. Κοντοκουρεμένη. Ασουλούπωτη. Με ένα ξεθωριασμένο μαύρο πουκάμισο και μια καφέ καμπαρντίνα από πάνω. Αθλητικά παπούτσια. Σακούλες πλαστικές στην διπλανή θέση και σφιχταγκαλιασμένη κόκκινη τσάντα. Ξεφτισμένη. Τα νύχια της πότε λαμπύριζαν λευκές ίριδες και πότε δαγκωμένα γιατί. Βλέμμα χαμηλωμένο σαν να έψαχνε τις χαμένες ευκαιρίες στα παπούτσια των συνεπιβατών. Πότε κάτι έβρισκε πότε κάτι έχανε έξω από το παράθυρο. Στα σφυρίγματα του τρένου γύριζε το κεφάλι της να δει μήπως πετάχτηκαν απ' έξω οι στιγμές της. Στάση μέχρι τον επόμενο σταθμό. Χαλάρωνε τον μεγάλο της πισινό στο κάθισμα. Σαν να ήταν η μόνη επανάσταση που μπορούσε να κάνει. Αυτή η θέση είναι δική μου. Έτσι φώναζε με θράσος. Από μέσα της. Έπειτα ξανά κοίταζε κάτω. Ενοχικά. Λίγοι την κατάλαβαν.
  Καθόμουν ακριβώς απέναντι της. Τα δικά μου παπούτσια ήταν από τα πρώτα που εντόπισε. Στην αρχή τα μάζεψα σαν να μην ήθελα να μου κλέψει συγκινήσεις. Εγώ με τούτα προχθές ερωτεύτηκα και πριν δυο εβδομάδες χόρεψα. Είναι δικά μου. Μέχρι που μούδιασαν τα πόδια μου να κρέμονται στον αέρα και τα αμόλησα προς κοινή βρώσιν και πόσην. Σκεφτόμουν τα μαθήματα που χρωστούσα στην σχολή και κλαψούριζα εσωτερικά ψευτομοιρολόγια. Είχα μόλις χωρίσει από τον προχθεσινό μου έρωτα και παράλληλα έκλεινα ραντεβού στον σημερινό χαζεύοντας την ζωή που ήταν μπροστά μου και μύριζε πορτοκαλιές και άρωμα πολυτελείας. Ψεκασμένο από πάνω μέχρι κάτω. Για να τραβάει την προσοχή. Ήμουν 20 χρονών.
   Πρέπει να ήταν γύρω στα 50. Το κατάλαβα όταν συναντήθηκαν τα βλέμματα μας για πρώτη φορά. Ίσως να μπορούσα να πω ότι ήταν και λίγο πιο μικρή αν τα μάτια δεν με κοίταζαν με τόσο θαυμασμό. Ξαφνικά ντράπηκα. Γι' αυτά που είχα εγώ και εκείνη δεν είχε. Το λιγότερο; Είχα την ζωή μπροστά μου. Εκείνη μόνο 2-3 σακούλες πλαστικές και μια τσάντα ανάμεσα στα στήθια. Γύρισα προς την μεριά του παραθύρου. "Όμορφο που είναι το Θησείο αυτή την εποχή!" είπε. Ψέλλισα κάτι σαν ναι και συνέχισα να κοιτάζω προς τα έξω. Ντροπή μεγάλη. Ξανακάθισε τον τουρλωτό της στο κάθισμα και συνέχισε "Ποτέ μου δεν την περίμενα αλλά πάντα ερχόταν!". Μα καλά τρελή ήταν; Τι περίμενε; "Την ευτυχία λέω! Δυο τρία χαζοψώνια, ένας μπακλαβάς που έχω εδώ καταχωνιασμένο" και μου έδειξε την τσάντα της "και την άνοιξη! Τι άλλο θέλει κανείς;" είπε και εγώ κάγχασα συγκαταβατικά. Έπειτα κούρνιασα στην γωνιά μου και καμώθηκα πως κοιμάμαι για να μην με ζαλίζει. Το τρένο έτρεχε.
    Ένιωθα τον συρμό να με ταρακουνάει και νανουριζόμουν. Κάποια στιγμή πρέπει να μπήκε και κάποιος με ακορντεόν. Ασυναίσθητα έσφιξα ακόμα πιο δυνατά την τσάντα μου. Μα καλά! Κρατούσα τσάντα όταν μπήκα ή την φορούσα στην πλάτη; Άνοιξα τα μάτια μου. Κανείς δεν καθόταν απέναντι μου. Τα ρούχα μου ένα ξεβαμμένο τζιν. Του δεκάευρου. Μια καπαρντίνα καφέ και αθλητικά παπούτσια. Σάστισα. Χρειάστηκαν κάνα δυο λεπτά για να συνέλθω. Ύστερα κοιτάχτηκα στην αντανάκλαση του παραθύρου. Χάιδεψα τρυφερά το είδωλο μου στο τζάμι. "Γιούλη" είπα "είσαι ακόμα 20 χρονών..." και ξανά τούρλωσα τον άπαυτό μου. Αυτή την φορά σαν να ήθελα όλοι να με κοιτάξουν.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Η λίμνη Αστερόσουπα

   Μια φορά και έναν καιρό και χίλια χρόνια πιο παλιά από το τώρα, σε μια χώρα κρυμμένη πίσω από το πιο πυκνό δάσος του κόσμου, όπως τον γνώριζαν τότε οι άνθρωποι, υπήρχε ένα κάστρο απόρθητο και μια λίμνη μπροστά του, μικρή σαν ένα δάκρυ. Την είχαν ονομάσει Αστερόσουπα, η πιο όμορφη και πιο λυπημένη λίμνη σ' ολόκληρη την γη. Κοντά στο κάστρο και την λίμνη υπήρχε ένα χωριό με χίλιους δυο κατοίκους ακριβώς. Χίλιοι καλοί και δυο μπασταρδεμένοι, δηλαδή ούτε καλοί ούτε κακοί. Το χωριό το έλεγαν Κανόνι και κανείς δεν ξέρει αν το όνομά του είχε βγει από τον κανόνα ή από την λέξη κανονικός. Κανείς δεν ξέρει.
   Το κάστρο, που μπροστά του είχε την Αστερόσουπα, την πιο λυπημένη λίμνη σ' ολόκληρη την γη, δεν είχε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Μόνο πέτρες χτισμένες και γερές μέχρι την κορυφή και ταβάνι ψηλό για να μπορεί να αναπνέει η πριγκίπισσα. Ναι! Έμενε και μια πριγκίπισσα εκεί. Γίνεται κάστρο χωρίς πριγκίπισσα; Το όνομα της δεν το ήξερε ούτε εκείνη, το είχε ξεχάσει χρόνια πολλά ή της το είχαν κλέψει καλικάντζαροι, Χριστουγεννιάτικα βράδια που άφηνε ξεκλείδωτη την χαραμάδα, οπότε κι εγώ δεν μπορώ να σας το πω. Μπορώ να σας πω όμως ότι φορούσε πάντα λαμπερά ρούχα. Λευκά και νεραϊδοφωτισμένα, που λαμπυρίζανε στο σκοτάδι. Η ίδια είχε φυσικά ρυθμίσει τους καθρέφτες του κάστρου της να δείχνουν τα ρούχα γκρι ή νοτισμένο μαύρο που και που, ούτως ώστε να μην δει το φως τους καμιά ημέρα ξαφνικά και τυφλωθεί από την λάμψη τους. Όλα λειτουργούσαν ρολόι μέσα στο κάστρο. Άλλωστε τα περιττά τα είχε διώξει από καιρό και το κάστρο δεν είχε πολλές δουλειές για να γίνουν άρα ούτε και πολλούς υπηρέτες. Βασικά δεν είχε υπηρέτες. Ούτε έναν. Την υπηρετούσε ο εαυτός της. Άψογα. Ακούραστα. Αγόγγυστα.
   Το κάστρο αποτελούνταν από δύο ορόφους. Στον κάτω όροφο υπήρχε ένα τζάκι και μια πολυθρόνα με κάτι βιβλία δίπλα. Πιο δίπλα μια μηλιά για να έχει κάτι να τρώει και ένα πηγάδι για να έχει κάτι να πίνει. Χτισμένα όλα μέσα στο σπίτι για να μην χρειάζεται να βγαίνει ούτε μέχρι τον κήπο. Ενώ στον επάνω όροφο υπήρχε ένα διπλό κρεββάτι, για να μπορεί να τεντώνεται στα μεγάλα κέφια της και μια ντουλάπα, που έκρυβε τα πολλά φορέματά της. Φυσικά είχε τουαλέτα το σπίτι! Τι με ρωτάτε; Ακόμα και οι πριγκίπισσες ενεργούν κατά αυτόν τον τρόπο που και που!
   Οι ημέρες περνούσαν ήρεμα με τα πάνω κάτω της πριγκίπισσας. Εννοώ με την ίδια να ανεβοκατεβαίνει ορόφους και να κοιτάζεται στους καθρέφτες. Κάθε ημέρα το ίδιο μοτίβο. Τόσο βαρετό που οι κάτοικοι του χωριού Κανόνι έπαψαν να την παρακολουθούν τα βράδια για να δουν τι κάνει μόνη της εκεί μέσα και δεν βγαίνει να ζήσει μαζί τους ειρηνικά. Είχαν καταφέρει να σκάψουν μια τρύπα στο πάνω μέρους του σπιτιού ανάμεσα από δυο πέτρες εύθραυστες που επέτρεπαν να συμβεί κάτι τέτοιο. Μικρή τρύπα όσο η κόρη του ματιού ενός πολύ έξυπνου ανθρώπου. Σκαρφάλωναν σε μια σκάλα όταν ο ήλιος αποκοιμιόταν και την παρακολουθούσαν με βάρδιες. Μέχρι που βαρέθηκαν και σταμάτησαν.
   Ένα πρωί η πριγκίπισσα ακολουθούσε την γνωστή πάνω κάτω διαδρομή της όταν αντιλήφθηκε την ύπαρξη της τρύπας. Την έπιασε πανικός. Πρώτα έσπρωξε το κάτω μέρος της ρόμπας της για να κλείσει το κενό. Μετά σκέφτηκε πως θα έπρεπε να μείνει εκεί όλη ημέρα. Πήρε το σεντόνι από το κρεββάτι της όμως φοβήθηκε ότι δεν θα είχε με τι να σκεπαστεί το βράδυ. Απελπισμένη έβαλε το δάχτυλο της ανάμεσα από τις δύο εύθραυστες τρύπες και τότε το ένιωσε. Το γλυκό ανοιξιάτικο αεράκι που ακούγεται τόσο μελό στα ποιήματα των ερωτευμένων όμως να... Το ένιωθε τώρα εντός της. Ένα ρίγος την διαπέρασε. Σαν πονόδοντος ή κάτι τέτοιο. Σίγουρα δυσάρεστο ωστόσο. Την έγδερναν κι οι πέτρες στα πλαϊνά του αντίχειρα οπότε αποφάσισε πως δεν ήταν καιρός για ηρωισμούς και  έτσι τράβηξε αργά αργά το δάχτυλο της που είχε τρυπηθεί από τα βέλη της άνοιξης. Σχεδόν θανάσιμα. Έλα όμως που την έτρωγε η περιέργεια. Πλησίασε το πρόσωπό της στην σχισμή και τοποθέτησε την κόρη του ματιού της στην τρύπα και τότε το είδε. Ήταν ίδιο με το δικό της και έστεκε στην απέναντι πλευρά. Ένα δάχτυλο που κάτι φώναζε. Λίγο πιο μακριά.
   Η λίμνη είχε πάρει το όνομα Αστερόσουπα από έναν παλιό μύθο. Λένε ότι όταν πρωτοφτιάχτηκε αυτός ο κόσμος ο ουρανός ήταν ερωτευμένος με τη γη και τις νύχτες κατέβαινε σ' αυτή την μεριά του πλανήτη, όπου κρυβόταν η καρδιά της, για να της κάνει έρωτα. Τα χάδια και τα φιλιά τους ήταν τόσο έντονα που κάθε φορά που άγγιζαν ο ένας τον άλλον ξεπηδούσαν δίπλα τους μικρά άνθη, ενώ τα χάχανα και τα πνιχτά γέλια τους, γεννούσαν με τον αντίλαλό τους τα πουλιά της νύχτας, τις πεταλούδες και τις χρυσόμυγες. Μια νύχτα ο ουρανός εκστασιασμένος από τα αστέρια που είχαν κατακλύσει την ψυχή του -τόσο ερωτευμένος ήταν- ξεχάστηκε και δεν κατέβηκε στην γη. Την επόμενη νύχτα λοιπόν εκείνη, πληγωμένη καθώς ήταν, όταν αυτός πλησίασε να την φιλήσει στο στόμα, δεν του χαρίστηκε διόλου. Τον δάγκωσε με τόση λύσσα που από τα ουρλιαχτά του σχηματίστηκαν τρία από τα πιο ψηλά βουνά του κόσμου. Όπως τον ήξεραν τότε φυσικά. Ο ουρανός δεν ξανακατέβηκε στην γη. Κάθε βράδυ όμως έκλαιγε κρυφά για τον χαμένο του έρωτα. Τα δάκρυα του ήταν μικρά αστέρια που ξεριζώνονταν ένα ένα από την ψυχή του. Έτσι σχηματίστηκε με τους αιώνες η λίμνη Αστερόσουπα. Εκεί επέλεξε να φτιάξει το κάστρο της η πριγκίπισσα.
   Απέναντι της, λοιπόν, λίγο πιο πέρα από την λίμνη, υπήρχε μια λακκούβα και από μέσα της ένα δάχτυλο μάλλον φώναζε για βοήθεια. Το κατάλαβε από τον τρόπο που περιστρεφόταν μανιασμένο. Η πριγκίπισσα τράβηξε το κεφάλι απότομα από την τρύπα. Δηλαδή θα έπρεπε να βγει έξω και να σώσει τον ιδιοκτήτη του δαχτύλου που είχε πέσει στην λακκούβα; Τι θράσος να της ζητάει κάτι τέτοιο το σύμπαν! Εκείνη δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν. Καθόταν ήσυχη φορώντας τα γυαλιστερά λευκά φορέματά της που οι καθρέφτες της τα έδειχναν γκρι ή μαύρα. Σκέφτηκε να του φτιάξει σαΐτα που θα έγραφε "κάνε υπομονή" αλλά δεν χώραγε από την τρύπα. Μετά σκέφτηκε να ειδοποιήσει έναν από τους κατοίκους του χωριού Κανόνι αλλά δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα το τηλέφωνο. Τέλος σκέφτηκε να κάνεις πως δεν τον είδε αλλά το φόρεμα της θα γινόταν ακόμα πιο μαύρο έπειτα στους καθρέφτες και δεν την έπαιρνε και για άλλες αλλαγές. Τότε πήρε την μεγάλη απόφαση. Θα πήγαινε να τον βρει. Τα δάχτυλο δηλαδή. θα πήγαινε να το σώσει. Συνεπώς και τον ιδιοκτήτη του. Έβγαλε την ρόμπα της και φόρεσε μια στολή ιππασίας που είχε κάπου καταχωνιασμένη. Οι μεγάλες σταυροφορίες απαιτούν άνετο ντύσιμο. Κατέβηκε κάτω και άρχισε να κόβει την μηλιά με ένα τσεκούρι που είχε κρυμμένο. Πάντα έχουμε κρυμμένα όπλα σε καιρούς ανάγκης. Μόλις θα έκοβε την μηλιά θα ήταν εύκολο να φτιάξει με τον κορμό της ένα φτυάρι και να αρχίσει να σκάβει υπόγειο τούνελ από το πηγάδι για να φτάσει έτσι στην λακκούβα του άλλου.
   Οι δύο εραστές, γιατί εραστές έγιναν πριγκίπισσα και ιδιοκτήτης δαχτύλου, συναντήθηκαν τελικά μετά από λίγους μήνες. Τώρα οι μήνες μπορεί να ήταν και χρόνια αλλά κανείς δεν ξέρει όταν σκάβει υπόγεια τούνελ πόσο γρήγορα ή πόσο αργά περνάει ο καιρός. Πάντως συναντήθηκαν ακριβώς κάτω από την λίμνη Αστερόσουπα. Κάπου στην μέση δηλαδή, Το μυστικό αποκαλύφθηκε μετά από καιρό. Ο ιδιοκτήτης του δαχτύλου ήταν ένας χαμένος ιππότης. Προδομένος από φίλους, συγγενείς και μνηστή, αφού όταν χάνεις μάχες δεν είσαι τόσο χρήσιμος, περπατούσε σκεπτικός στο δάσος και δεν είδε την λακκούβα μπροστά του. Φυσικά όταν έπεσε μέσα της δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Όσες προσπάθειες και να έκανε όμως δεν μπορούσε να βγει στην επιφάνεια. Αποκαμωμένος στο τέλος κρεμόταν από το δάχτυλό του όταν ήρθε και κάθισε στην μύτη του ένα κομμάτι πανί από το πιο φωτεινό ύφασμα που είχε δει στην ζωή του. Πανί από την ρόμπα της πριγκίπισσας. "Για να υπάρχει τέτοιο φωτεινό πράγμα στον κόσμο" είπε "αξίζει να προσπαθήσω λίγο ακόμα." Έτσι του ήρθε η ιδέα πως αν δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει θα μπορούσε να σκάψει. Έτσι έσκαψε.
   Στα πιο σκοτεινά σημεία του τούνελ είχε για φακό το κομμάτι πανί. Έσκαβε με τα χέρια, με τα πόδια, με ότι μπορούσε. Τον ξάφνιασε όταν κάποια στιγμή το τούνελ τον έβγαλε σε έναν υπόγειο καταρράκτη. Πλησίασε και δοκίμασε το νερό. Αλμυρό. Σαν δάκρυα βουτηγμένα στο χώμα. Ξανά πλησίασε για να σιγουρευτεί και τότε την είδε. Μια σκιά από την άλλη πλευρά του καταρράκτη πλησίαζε. "Είναι κανείς εκεί;" ακούστηκε "δεν βλέπω τίποτα και φοβάμαι". Ο ιδιοκτήτης του δαχτύλου που τελικά ήταν ιππότης άνοιξε το χέρι του και κοίταξε το πανί. Χαμογέλασε. "Για να έφτασε μέχρι εδώ κάτω" σκέφτηκε "αξίζει να της δείξω το φως". Έφερε το χέρι του κοντά στην πηγή και είπε "είμαι εγώ εδώ" και σήκωσε το χέρι του ψηλά κρατώντας το πανί.


Σήμερα του Άη Γιωργιού σκοτώνουμε τους δράκους...

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Μυρωδιά κολόνιας λεμόνι

   Το φως που έμπαινε από την κεντρική πόρτα της εκκλησίας θαρρείς ήθελε να ξεχυθεί παντού. Να ξαπλώσει πάνω σ' όλα τα έμψυχα κι άψυχα του χώρου. Να καλύψει και την τελευταία σκοτεινή μεριά τους, Παρόλα αυτά άφησε τα σκοτάδια κατά μέρους να κάνουν την δουλειά τους και κατευθύνθηκε ευθεία. Το ένιωσα να μου ζεσταίνει την πλάτη. Το είδα να περνάει ξυστά από το κεφάλι του μπροστινού μου. Το ακολούθησα μέχρι την τσάντα της κυρίας που έψαλλε. Το παρακολουθούσα που έπαιζε κυνηγητό με το πετραχήλι του παπά. Μια λωρίδα ήλιου μόνο, πλαγιαστή, κατάφερε να Τον φτάσει και να Του φωτίσει ίσα ίσα το στεφάνι το φτιαγμένο από αγκάθια. Είδα το αίμα να στάζει. Μέσα από το φως. Το είδα.
   Ύστερα σιωπή. Για λίγα δευτερόλεπτα μονάχα. Ποιος μπορεί να συνδιαλλαγεί άλλωστε περισσότερο με την -πάντα όμως- εκκωφαντική σιωπή του; Κεντρικό θέμα συζήτησης και ύφος συνομιλίας καθαρά προσωπικό. Μέχρι που βαρέθηκε ο ήλιος να μου ζεσταίνει την πλάτη και ενόχλησε τον πιο δίπλα. Ατάραχο τον βλέπω! Σαν να είναι συνηθισμένος σε τέτοιου είδους αγκαλιές. Κακό αυτό! Όταν έχεις συνηθίσει την ζέστη εκείνη δεν κάθεται να ασχοληθεί πολύ μαζί σου. Δεν βρίσκει ενδιαφέρον! Γι' αυτό!
   Φοράει καφέ παντελόνι και καρό πουκάμισο. Σακάκι σκούρο μπλε με τρίχες διάσπαρτες στο πέτο. Άσπρες και κοντές. Ο ήλιος τις κάνει να λαμπυρίζουν σαν μικρά μαγικά ραβδιά νεραϊδίσια που αποστάτησαν ενώ τα παπούτσια του μπλε κι αυτά είναι γεμάτα λάσπη. Χοντρά χέρια. Άγρια. Να δεις που θα' ναι οικοδόμος ή κάτι τέτοιο. Τα μαλλιά του ψαρά. Με ελαφρά αραίωση μπροστά. Σίγουρα τον έφερε η γυναίκα του στην εκκλησία. Ημέρες που' ναι. Σίγουρα μετά θα περάσει μια βόλτα από το καφενείο. Σ' αυτές τις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, όπως είναι η Καισαριανή, τα καφενεία διατηρούν και το παραδοσιακό χρώμα τους αλλά και την χρησιμότητά τους. Πολύ περισσότερο την μυρωδιά τους. Καπνισμένο κρασί με κολόνια Μυρτώ. Λεμονάτη. Πάλι καλά που δεν υπάρχει πια το μπριγιόλ. Μάλλον είχε κάνει στάση στο καφενείο πριν έρθει στην εκκλησία. Με πήρε η μυρωδιά και με σήκωσε. Έχει σκυμμένο το κεφάλι και το φως σκάει ακριβώς πάνω στον αυχένα του. Ατάραχος. Κάνει πως προσεύχεται; Προσεύχεται; Κοιτάζει τα παπούτσια του τα λασπωμένα; Σίγουρα θα ήθελε να είναι κάπου αλλού πάντως. Αυτό δείχνει όλο του το πρόσωπο, το στήσιμο, τα πάντα του.
   Για μια στιγμή κάνει να πιάσει κάτι από την τσέπη του. "Θα ετοιμάζει τον καπνό και τον αναπτήρα του για να καπνίσει" σκέφτηκα. Βγάζει αργά αργά μια φωτογραφία από την τσέπη του. Τα χέρια του τρέμουν αλλά εκείνος έχει την έννοια μην και τον δουν οι γύρω του. Ασπρόμαυρη. Σε μέγεθος ενός πακέτου τσιγάρων. Την χαϊδεύει με τον χοντρό και άγριο αντίχειρά του. "Ζωή σε λόγου σου Παντελή" του ψιθυρίζει μια κυρία με κρεπαρισμένο μαλλί παραδίπλα. "Ήταν καλή η Ελένη. Μα μεγαλοβδομαδιάτικα βρε παιδί μου. Ταλαιπωρήθηκε πολύ όμως. Καλύτερα που έφυγε τελικά". Ο Παντελής τότε έχωσε την φωτογραφία στην τσέπη, κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, έκανε έπειτα τον σταυρό του κι αποχώρησε.
   Μεγάλη Τετάρτη σήμερα. Η ημέρα μετάνοιας. Η πόρνη ζήτησε συγχώρεση και την πήρε. Στον Ιούδα δόθηκε η ευκαιρία να μην προδώσει μα εκείνος πρόδωσε. Δύο ψυχές. Παλλόμενες. Όλοι εμείς. Που δεν συχωρούμε. Που βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα. Που κρίνουμε. Που κατακρίνουμε. Δεν είμαστε άγιοι. Το πιθανότερο να μην γίνουμε ποτέ. Μόνο να αγαπάμε μπορούμε να προσπαθήσουμε. Έστω και μεγαλοβδομαδιάτικα. Ν' αγαπάμε και ν' ακούμε τις σιωπές μας. Μερικά δευτερόλεπτα αρκούν για να δούμε καθαρά εντός μας τι είναι αυτό που μας κάνει πραγματικά ευτυχισμένους. Μόνο τότε άλλωστε είμαστε ικανοί για να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη.
  Μπροστά μου ο ήλιος έχει φωτίσει πια εμφανώς το αίμα Του Χριστού. Γυρνάω να δω τον Παντελή να φεύγει. Έχει ήδη φύγει. Ένα μικρό κορίτσι κάθεται μπροστά στην πόρτα. Ο ήλιος το έχει λούσει από πάνω μέχρι κάτω. Δεν βλέπω τι χρώμα έχουν τα μαλλιά του. Δεν μπορώ να δω ούτε τι φοράει. Αν χαμογελάει ή όχι. Μάλλον χαμογελάει γιατί η σκιά του μοιάζει να χορεύει. Κρατάει τον μπαμπά του από το χέρι. Έχει δύο κοτσιδάκια ίδια και χορεύει. Αυτό κάνει.
  
  
  

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Οι ήρωες του '21

   Σήμερα το πρωί ξύπνησα. Όπως κάνω κάθε ημέρα. Δεν με εξέπληξε το γεγονός της αναπνοής μου που συνέχιζε να μπαινοβγαίνει μέσα μου. Είναι κάτι που συμβαίνει κάθε πρωί άλλωστε. Δεν με εξέπληξαν ούτε καν τα πουλιά, που σφύριζαν έξω από το παράθυρό μου. Δεν τ' άκουσα για την ακρίβεια. Ούτε εκείνα άκουσα ούτε την γειτόνισσα με το πικάντικο στόμα. Πιθανότατα να φώναζε στον ανυπάκουο σύζυγό της, που μοιράζει σ' αγαπώ στα μπαλκόνια. Σ΄ εκείνα με τις λουλουδάτες γλάστρες και τις φαρδιές μπλούζες με τα ξεσκέπαστα πόδια, που αντικατέστησαν εδώ και καιρό τις χυτές ρόμπες του '60. Ξέρει που ν' απευθύνει τα σ' αγαπώ του ο κύριος Δημήτρης.
   Με απασχολούσε έντονα ο εφιάλτης που είδα το βράδυ καθώς κι η αίσθηση ότι θα μ' ακολουθεί για όλη την υπόλοιπη ημέρα οπότε και θα μου χαλάσει ένα ίδιο πρωινό κι αργότερα ένα ίδιο μεσημέρι μέχρι να έρθει ένα ίδιο βράδυ. Έτσι δεν με εξέπληξε τίποτα από όλα τα παραπάνω. Γύρισα πλευρό και σκεφτόμουν τι να κάνω για να διώξω αυτή την αίσθηση. Όσο σκεφτόμουν πως θα την διώξω εκείνη δυνάμωνε μέσα μου.
   Σηκώθηκα από το κρεββάτι. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Άνοιξα και την μπαλκονόπορτα. Μια μικρή αράχνη τρύπωσε στην κουζίνα μου. Μαζί της και το φως. Πάντα αυτά τα δυο μαζί. Καταπιάστηκα με δουλειές για να ξεχαστώ. Σωτήρια λύση "εν καιρώ πολέμου". Έφτιαξα καφέ, έπλυνα τα πιάτα, σκούπισα, ξεσκαρτάρισα τα ντουλάπια. Τίποτα. Η αίσθηση ακόμα εκεί. Δεν το έβαλα κάτω. Συνέχισα με πιο πολύ πείσμα να κάνω δουλειές. Ξέστρωσα και ξανά έστρωσα το κρεββάτι. Γυάλισα τα ασημικά που δεν έχω. Μέχρι και τα καλοκαιρινά κατέβασα για να φτιάξω.
   Ήταν χακί με μωβ πιτσιλιές. Στην λαιμόκοψη είχε επίσης μωβ χρώμα και μια μικρή στάμπα στην μέση. Λουλουδάτη. Χώραγε ίσα ίσα το μισό μου μπράτσο πια. Πως μπερδεύτηκε με τα ρούχα μου; Πως και δεν είχε πεταχτεί ή χαριστεί; Μύριζε ακόμα λεβάντα και καλοκαίρι στα μάρμαρα. Ξυπολυσιές. Να ακούγεται το πόδι να χτυπάει με θράσος το πλακάκι. Να γλιστράει έπειτα όλο το σώμα πάνω σε ήρωες του '21 ή Άγγλους ευγενείς ή ένα μάτι που στέκεται δίπλα σε τρία πόδια. Είναι πολύ παράξενο αλήθεια τι μπορούν να καταφέρουν μερικοί χρωματισμοί στα μάρμαρα κι η φαντασία ενός παιδιού.
   Με επανάφερε η αράχνη που είχα ξεχάσει ότι είχε μπει στο σπίτι και τώρα περπατούσε πάνω στο χέρι μου. Βγήκα στο μπαλκόνι και την έσπρωξα απαλά να ακουμπήσει πάνω στον βασιλικό. "Μεγάλη Δευτέρα" σκέφτηκα "25 Απριλίου 2016". Ένιωσα την ζέστη, που ακόμα είναι λίγο μακριά από το φετινό καλοκαίρι, ίσως πάλι και όχι, γύρισα και κοίταξα τον βασιλικό που είχε πετάξει επιτέλους φύλλα, πότισα την μύτη μου με μπερδεμένες μυρωδιές σπιτικού φαγητού μέχρι να γουργουρίσει το στομάχι μου κι έπειτα κοίταξα τις πατούσες μου. Πόσο μεγάλες είναι. Πόσο μικρές ήταν τότε. Μοιάζουν άραγε καθόλου; Κούνησα τα δάχτυλα μου σαν να ήθελα να ξεκολλήσω το ένα από το άλλο. Αυτό το πλακάκι κάτω από το μεγάλο μου δάχτυλο έμοιαζε με δερβίση. Χαμογέλασα. Μωρέ από κάπου ακούγεται ακορντεόν ή είναι η ιδέα μου; Σαν υπνωτισμένη από την μουσική που έφερνε ο αέρας ξάπλωσα το παιδικό φανελάκι με τις πιτσιλιές στο κρεββάτι, το δίπλωσα σχεδόν ευλαβικά, του έριξα λίγο φτηνό άρωμα απομίμησης, το έβαλα σε ένα κουτί παπουτσιών αχρησιμοποίητο κι ακουμπώντας το απαλά -λες και θα έσπαγε Θεός φυλάξει!- το τακτοποίησα στο πατάρι.
  Μ' αρέσει η λέξη τακτοποίησα. Δείχνει αποδοχή και συμφιλίωση. Δεν θα μπορούσα ούτε να τ' αφήσω στο πατάρι. Ούτε να το κρύψω στο πατάρι. Το τακτοποίησα κι είναι εκεί. Για όποτε χρειαζόταν να μου θυμίσει πάλι τους ήρωες του '21. Έπειτα άνοιξα τον υπολογιστή. Τσίμπησα ένα κεράσι κι άλλο ένα και ξεκίνησα να γράφω. Για ότι μου κατέβει. Σε χρωματισμούς μαρμάρινους. Πόσα κεράσια έχω φάει αλήθεια μέχρι τώρα; Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε... Αυτό είναι το Έκτο μου...